Tuesday, June 20, 2006

Οι Ονειροπόλοι [3/5] / Η Επέλαση των Βαρβάρων [3/5]

Παρά τις γεωγραφικές και χρονολογικές αποστάσεις (Μάης του ’68 στο Παρίσι και Κεμπέκ του 2003) αυτές οι δύο ταινίες μοιάζουν με το πριν και το μετά μιας ολόκληρης γενιάς και «συνορεύουν» στην απογοήτευσή τους για τα χαμένα ιδανικά, τις ουτοπικές ιδεολογίες ή ακόμα και την αγάπη για το ίδιο το σινεμά. Πραγματικά, θα συνιστούσα να δείτε και τις δύο με αυτή τη σειρά...

Ο Μπερτολούτσι πέρασε από αρκετές φιλμικές αποτυχίες για να ξαναβρεθεί στο Παρίσι και μαζί να θυμηθεί τον παλιό καλό εαυτό του μέσω του... σεξ! Οι «Ονειροπόλοι», βασισμένοι στο βιβλίο «The Holy Innocents» του Γκίλμπερτ Αντέρ, αποτελούν μια ενδιαφέρουσα πρόσμιξη στοιχείων πολιτικής, σεξουαλικότητας και κινηματογραφικού πάθους, έξυπνα τοποθετημένοι λίγο πριν την έκρηξη του γαλλικού Μάη του ’68. Η απόλυση του Ανρί Λανγκλουά από διευθυντή της Cinematheque Francaise (το «κρυφό σχολειό» για τη γενιά της nouvelle vague) είναι ο πρώτος λίθος που πέφτει κατά της ελευθεριότητας της εποχής, κατεβάζοντας το φοιτηταριό στους δρόμους. Μπορεί η εισαγωγή να μη λέει τίποτα σε έναν κοινό θεατή και αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα του φιλμ, που διασκεδάζει ασταμάτητα με την ιδιαιτερότητα σινεφιλικών trivia, απομακρύνοντας την κεντρική του ιδέα από ιδεολογικούς προβληματισμούς. Σ’ αυτό το χώρο λατρείας της Cinematheque («παλάτι» όπως το αποκαλεί ο πρωταγωνιστής, που κάθεται πάντα κοντά στην οθόνη για να «μεταλάβει» πρώτος τις ιερές εικόνες του παγκόσμιου σινεμά), η Ιζαμπέλ και ο Τεό, δίδυμα αδέλφια και γόνοι αστικής και οριακά μποέμικης οικογενείας, θα προσέξουν το μοναχικό Μάθιου, ένα αμερικανάκι που δε χάνει προβολή για προβολή. Αφού περνά τις εξετάσεις του και αναδεικνύεται σε «one of us» (προχωρημένη αναφορά στο «Freaks» του Μπράουνινγκ), ο Μάθιου θα δεχτεί την πρόσκληση να περάσει ένα μήνα στο σπίτι των δύο νέων και μοναδικών του φίλων, διευρύνοντας κατά πολύ τις απόψεις του πάνω στη συγκατοίκηση και την αδελφική αγάπη...

Από την ώρα που οι «Ονειροπόλοι» κλείνονται μέσα για να χαρούν το σεξ σα μικρά παιδιά, μόνα σε ζαχαροπλαστείο, παράλληλα με συνεχή παιχνιδάκια και παντομίμες που ανασύρουν από τη μνήμη μυθικές σεκάνς του σινεμά, ο Μπερτολούτσι δε δίνει μια για την επανάσταση εκεί έξω! Παντρεύοντας το σινεφιλικό πνεύμα με την ερωτική επιθυμία, δίνει απίστευτες διαστάσεις ηδονισμού σε ότι μάθαμε από το πανί, με τη ζωή να έρχεται σε δεύτερο επίπεδο και την πολιτική να ρητορεύει σε χαοτικά διαλείμματα. Η Ιζαμπέλ νοιώθει ότι γεννήθηκε τη στιγμή που άκουσε τη Τζιν Σίμπεργκ να φωνάζει «Herald Tribune» και λικνίζεται σαν τη Γκάρμπο στη «Βασίλισσα Χριστίνα», μπροστά στον «επαναστάτη χωρίς αιτία» Μάθιου που κάλλιστα μπορεί να πλακωθεί σ’ έναν καβγά για την ανωτερότητα του Μπάστερ Κίτον απέναντι στον Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ ο Τεό εκσπερματώνει πάνω στις γάμπες της Ντίτριχ. Όλοι οι χαρακτήρες είναι έρμαια των φετίχ τους από τη μεγάλη οθόνη και μέσα από αυτά μεταμορφώνονται κοινωνικά. Και οι τρεις τους, βαθιά χαμένοι στο ναρκισσισμό τους, είναι ανίκανοι να επιφέρουν την οποιαδήποτε αλλαγή, εκτός κι αν μιλάμε για το σπάσιμο ρεκόρ τρεξίματος μέσα στο Λούβρο, που κατέχει το καστ του γκονταρικού «Bande à Part» (υπέροχη αναβίωση της σκηνής σε παράλληλο μοντάζ με το φιλμικό πρότυπο)! Λίγο πριν το τέλος, λες και συνήλθαν από υπερβολική δόση σελιλόζης, οι τρεις ήρωες θα βγουν στους δρόμους και θα ρίξουν τις δικές τους μολότοφ, υπνοβατώντας υπό τους ήχους του «Non, Je Ne Regrette Rien». Αμετανόητα νοσταλγικό...

The Dreamers [2003] / για την Athens Voice

Παρόμοιο συναίσθημα σου αφήνει με σχετική αφέλεια και η «Επέλαση των Βαρβάρων», συνέχεια της όχι ιδιαίτερα γνωστής στη χώρα μας «Παρακμής της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας» (1987), όπου ο Ντενίς Αρκάν πλησιάζει με τις καλύτερες σεναριακές (αντίστοιχο βραβείο στις Κάννες) προθέσεις την κλασική «Μεγάλη Ανατριχίλα» του Κάσνταν. Αυτή είναι και η μοναδική σινεφιλική «αναφορά» του δημιουργού, που ξαναβρίσκει τους χαμένους του ήρωες, απομεινάρια μιας εποχής επαναστατικής αμφισβήτησης, για να τους θυμίσει ότι μεταξύ όλων των -ισμών που τίμησαν στο παρελθόν (και ποδοπάτησαν σε όλη τους τη ζωή), ξέχασαν το σημαντικότερο: την έννοια του ουμανισμού.

Η ιστορία είναι απλή. Ο 60ρης Ρεμί πρόκειται να πεθάνει από καρκίνο. Μη αναστρέψιμη κατάσταση. Το πνεύμα και το διαβρωτικό χιούμορ πάνε περίπατο μπροστά στην ιδέα του θανάτου. Και η μοναξιά γίνεται η ταφόπλακά του. Για να βγάλει την υποχρέωση, ο καπιτάλας γιος θα μαζέψει την παλιοπαρέα του μπαμπά για να του κρατήσουν συντροφιά πάνω από το νεκροκρέβατο. Ναι, δεν ακούγεται διασκεδαστικό. Έχει, όμως, όλα αυτά τα κλισέ του αναρχισμού μιας γενιάς που ξεφτιλίστηκε μόνη της μέσα από τα οράματά της ν’ αλλάξει τον κόσμο, συντηρούμενη τελικά από αυτά που πολέμησε ή αρνήθηκε να πιστέψει. Γραφικοί στις όποιες προσπάθειές τους να μείνουν «στην απ’ όξω», σαν ένα τσούρμο βαρβάρων - αστών, οι ήρωες του φιλμ σπάνε πλάκα με τον αμοραλισμό της εξουσίας που πέρασε και από τα δικά τους χέρια και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αλλάξεις δεν αλλάξεις κάτι σ’ αυτή τη ζωή, στο τέλος όλοι στον ίδιο λάκκο πάμε... Έτσι, ανάμεσα στη χαμένη γεύση της μαστούρας και τη sober πίκρα, ένα τσούρμο ανθρώπων σκάει στα γέλια με το άκουσμα λέξεων όπως «στρουκτουραλισμός» και ευαισθητοποιείται με δέος μπροστά στη οριστική απόφαση του Ρεμί. Δυστυχώς, το παιχνίδι για τον Αρκάν είναι ψιλοχαμένο όταν τολμά να συνδυάσει πνεύμα με λαϊκίστικους αστεϊσμούς (φανταστείτε ένα κακέκτυπο επιθεώρησης για τη γενιά του Πολυτεχνείου, με διανοουμενίστικη γραφή αυτοκριτικής στα punchlines). Αλλά, διάβολε, πως να ξεφύγεις τη συγκίνηση ενός φινάλε που σε ακουμπά στον ώμο και σου λέει ότι η αγάπη των φίλων, των εραστών και της οικογένειάς σου είναι αυτό που σε κάνει άνθρωπο. Ούτε ιδεολογίες, ούτε επαναστάσεις, ούτε καν κι αυτό το ψέμα του σινεμά, εδώ που τα λέμε...

Les Invasions Barbares [2003] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home