Friday, June 16, 2006

In America [4/5]

«Για μερικά πράγματα κάνεις μια ευχή, για άλλα όχι. Αυτό μου είχε πει ο μικρός μου αδελφός, ο Φράνκι. Μου είχε πει ότι θα έχω μονάχα τρεις ευχές. Τον κοίταξα στα μάτια... και δεν ξέρω γιατί, αλλά τον πίστεψα». Είναι οι πρώτες λέξεις που ακούμε στο φιλμ, από το στόμα της Κρίστι, ενός δεκάχρονου κοριτσιού που θα γίνει ο επίσημος αφηγητής και σύντροφός μας σ’ αυτό το ταξίδι μας στην Αμερική. Ξεκινώντας από τα σύνορα με τον Καναδά, μέσα στο αμάξι μιας φτωχής οικογένειας Ιρλανδών που ονειρεύονται να βρουν το αμερικανικό όνειρο μετακομίζοντας στη Νέα Υόρκη. Πατέρας, μάνα, δύο κόρες κι ένα πέμπτο μέλος που όμως δεν βλέπουμε ως επιβάτη... Είναι ο Φράνκι, το πεντάχρονο αδελφάκι της Κρίστι, που για τρία χρόνια αργοπέθαινε με όγκο στο κεφάλι και τώρα είναι «στον παράδεισο». Κι εμείς δεν ξέρουμε γιατί, αλλά αυτό το παιδί μοιάζει σα να’ ναι κοντά τους, ακόμη. Οι Αρχές αντιμετωπίζουν με καχυποψία την οικογένεια και η πιτσιρίκα βάζει τα δυνατά της για να πραγματοποιήσει την πρώτη της ευχή. Το αμάξι περνά. Και όλα μοιάζουν με θαύμα, σ’ αυτή τη «νέα χώρα»... Στο μυαλό της Κρίστι, όμως, κρύβεται αυτή η ιδέα, ότι έχει άλλες δύο ευχές και πρέπει να προσέξει πως θα τις χρησιμοποιήσει.

Μια πολυκατοικία γεμάτη junkies και κάθε λογής μετανάστες γίνεται η στέγη που θα τους προστατεύσει, αλλά τίποτα δεν είναι με το μέρος τους. Ο πατέρας περνάει από οντισιόν χωρίς πολλές ελπίδες να πάρει έναν ρολάκο, η μάνα δε μπορεί να διδάξει και δουλεύει σερβιτόρα και τα δύο κορίτσια χρεώνονται όλα τα κακά της φτώχειας τους, μέσα σ’ ένα καυτό καλοκαίρι στο Μανχάταν. Όταν η ζωή τους φαίνεται ανυπόφορη, μαζί με την αβάσταχτη υγρασία, ζητούν καταφύγιο σ’ ένα σινεμά που παίζει... τον «Εξωγήινο»! Κάνουμε τα στραβά μάτια σε οτιδήποτε συμβολικό εδώ και εξακολουθούμε να παρακολουθούμε την καθημερινότητά τους με τόση προσήλωση, που ξεχνάμε ότι αυτοί οι άνθρωποι στο πανί είναι μονάχα ηθοποιοί! Και η αγωνία μας κορυφώνεται στη σκηνή όπου ο πατέρας κινδυνεύει να χάσει ότι έχουν και δεν έχουν, προσπαθώντας να κερδίσει μια κούκλα Ε.Τ. για τη μικρότερη κόρη, την επτάχρονη Άριελ, ποντάροντας σ’ ένα λούνα παρκ. Είναι μια από εκείνες τις στιγμές όπου η κανονική ζωή μοιάζει με θρίλερ και η ανάσα σου κόβεται από τη συμπάθεια και τη συμπόνια προς αυτούς τους τόσο ρεαλιστικούς χαρακτήρες. Ευτυχώς για όλους μας, η Κρίστι θα κάνει χρήση της δεύτερης ευχής της. Οι ελπίδες για το αύριο, όμως, όλο και λιγοστεύουν...

Είναι συγκινητικό να βλέπεις ταινίες σαν το «In America» του Τζιμ Σέρινταν με κοινό, στην αίθουσα. Να ακούς τα γέλια, την κάθε αναπνοή, το ξάφνιασμα και τα πνιγμένα δάκρυα. Δεν είναι συμπτωματικά τα βιωμένα στοιχεία του φιλμ, το σενάριο του οποίου είναι όντως αυτοβιογραφικό και τιμιότατα υπογεγραμμένο από τον σκηνοθέτη και τις δύο του κόρες. Ποσοστά δυσπιστίας; Ναι, προφανή. Κάποιοι μπορεί να κατηγορήσουν τον Σέρινταν για «διακριτική» άσκηση του πιο κραυγαλέου μελό ύφους, με καταστάσεις επιτηδευμένα πένθιμες και τραγικές. Αφήστε τους να λένε. Γιατί αυτά τα 103 λεπτά της ταινίας όχι μόνο πείθουν αλλά και γεφυρώνουν το γήινο με τον μαγικό ρεαλισμό και ένα πνεύμα έξω από τα συνηθισμένα. Φορέας (με πολλές μεταφορικές σημασίες, πάλι) είναι ο Ματέο, ένας Αϊτινός καλλιτέχνης με το σύνδρομο του γείτονα-ανθρωποδιώκτη, που θα γίνει ο καλύτερος φίλος της οικογένειας και ο πρώτος που θα διαισθανθεί κάτι μεταφυσικό στην ατμόσφαιρα. Το «στοιχειό» του Φράνκι θα επικοινωνήσει μαζί του, το ίδιο και μια νέα δύναμη ζωής που κυοφορεί η μάνα, ρισκάροντας απόλυτα με την υγεία της.

Μας παραξενεύει που καθετί ζωντανό γειτονεύει με το θάνατο στο «In America». Όλα σκιάζονται από τον πηγαιμό, όλοι δείχνουν έτοιμοι να συναντήσουν τον Φράνκι, εκεί, στην «άλλη» πλευρά. Κι όταν ο θάνατος νικά, μοιάζει με θυσία προς μια παγανιστική δύναμη που πίσω θα φέρει και πάλι τη ζωή… Κι αυτή είναι η πραγματική μαγεία της ταινίας, που δε σε απογοητεύει ποτέ ψυχολογικά. Για κάθε ήττα, για κάθε μεγάλη απώλεια, για όλα τα στενάχωρα συναισθήματα που χωρά ο νους, η συνέχεια εμφυσά κάτι μαγικά ξαναγεννημένο, έτοιμο να αναπνεύσει και να ζήσει έντονα.

Χωρίς πολλές φιγούρες ερμηνευτικά, το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, Πάντι Κόνσινταϊν και Σαμάνθα Μόρτον, θριαμβεύει μέσα από την απλότητά του, δημιουργώντας αληθινούς χαρακτήρες με ελαττώματα, ενίοτε κατεστραμμένους, δίπλα στις μικρές αδελφές Μπόλγκερ που κλέβουν την παράσταση χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ελαφρώς φωνακλάδικος ο Ματέο του Τζιμόν Χούνσου, που υποτίθεται ότι δεν θα αγωνιστεί ιδιαίτερα για να μπει στην πεντάδα των υποψηφίων για Όσκαρ β΄ ρόλου, συμπληρώνει το βασικό καστ.

Ένας φίλος με ρώτησε αν το τέλος είναι ευχάριστο ή όχι. Του είπα ότι έκλαψα. Μου συμβαίνει σπάνια. Και το οφείλω σ’ εκείνα τα τελευταία λόγια της Κρίστι, που λίγο πολύ μου είπε πως πρέπει να σταματήσω να βλέπω εικόνες από πρόσωπα και πράγματα χαμένα. Μου ζήτησε να κλείσω τα μάτια και να συνεχίσω να ζω μονάχα με μια εικόνα που θα συντηρεί η μνήμη μου. Μέχρι να γεράσει μαζί μου, να σβήσει από το χρόνο. Κι ύστερα να ζήσω και πάλι ελεύθερος. Επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, καθώς έπεφταν τα end credits, σκεφτόμουν πόσο σπάνιο είναι να πιστεύεις στις μαγικές ιδιότητες μιας ταινίας που είναι κυριολεκτικά βγαλμένη από βιώματα και έμπνευση από καρδιάς. Ούτε εφέ, ούτε φαντασία, ούτε ονείρωξη...

In America [2003] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home