Monday, June 12, 2006

Το Καλοκαίρι του Έρωτά μου [3/5]

Η Μόνα τριγυρνάει την εξοχή με ένα μοτοσακό δίχως μηχανή. Είναι καλοκαίρι. Καιρός για χάσιμο στη φύση, κάτω από τον ήλιο. Η Τάμσιν ιππεύει το άλογό της, κοντοστέκεται δίπλα στο ξαπλωμένο στο χορτάρι κορίτσι, πιάνουν την κουβέντα, όλα είναι τόσο ανέμελα... Η κάμερα, συνήθως στο χέρι, κινηματογραφεί άτσαλα. Περισσότερο όταν πλησιάζει τα πρόσωπα. Αβεβαιότητα. Δειλία. Αμηχανία.

Η Μόνα και η Τάμσιν γίνονται φίλες. Για την πρώτη είναι ότι καλύτερο συνέβη ποτέ, μια μοναδική αχτίδα φωτός που ίσως μπορέσει να την τραβήξει μακριά από την υποκρισία του θρησκευτικού φανατισμού του αδελφού της. Για τη δεύτερη, η ελπίδα να αποτραβηχτεί από το φάντασμα της νεκρής αδελφής της. Τα δύο κορίτσια αγαπιούνται. Και δίνουν αιώνιους όρκους για να μείνουν μαζί. Διαφορετικά, αν χωρίσουν, ο θάνατος. Ούτως ή άλλως, το μέλλον δεν τους επιφυλάσσει πολλά. Το πολύ να παντρευόντουσαν και να πέθαιναν - σε πιο αργούς ρυθμούς - από εμμηνόπαυση (όπως χαριτολογούν) ή από καρκίνο (σα τη μάνα της Μόνα).

Η Μόνα και η Τάμσιν δε θέλουν να μιλάνε για το αύριο. Είναι καλοκαίρι. Το μοτοσακό αποκτά μηχανή, ο ήλιος καίει, ο Εντίθ Πιάφ τραγουδά σαν κατάρα τραγική το «La Foule» κι ο Θεός έχει πεθάνει. Ο Θεός είναι αγάπη. Η αγάπη είναι ο Θεός. Εύκολα ανατρέπονται αυτά τα δύο. Κι εύκολα πεθαίνουν...

Από ένα βιβλίο της Έλεν Κρος, ο Πάβελ Παβλικόφσκι δανείζεται συναισθήματα γήινα, προσθέτει νατουραλιστικές πινελιές απίστευτης διαύγειας, φλερτάρει με κάτι το ρομαντικά ονειρικό και φρενάρει απότομα πριν γκρεμιστούν όλα στον κατήφορο της αγάπης. Το «Καλοκαίρι του Έρωτά μου» μιλά για δύο κορίτσια που αγαπιούνται σαν αδελφές ψυχές, δε μιλά για τη σεξουαλικότητά τους. Οι ηρωίδες του δεν πατάνε πάνω σε στερεότυπα ή κλεισίματα του ματιού. Αναζητούν την «παραμύθα» της ζωής μεταξύ τους, μόνες τους, περιβάλλονται από μια τεράστια τσικλόφουσκα που η εποχή του χρόνου τους επιτρέπει να σηκώνουν όλο και πιο ψηλά στον αέρα, μαζί με τα μυαλά τους. Αλλά, όπως μας λέει και το timing της δικής μας πραγματικότητας, το καλοκαίρι κάποτε τελειώνει. Για όλους. Μας έχει, όμως, απογειώσει αρκετά ο σκηνοθέτης για να είναι το ίδιο βίαιη και αξέχαστη η πτώση; Να σας το πω... τραγουδιστά; Εκεί που ζητούσα μια Ντάστι για να «τελειώσω», εκείνος πάτησε ξανά το play στην Πιάφ.

Οι νοσταλγοί των «Ουράνιων Πλασμάτων» του Πίτερ Τζάκσον σχεδόν θα εκστασιαστούν, κάμποσα κοριτσούδια θα δακρύσουν, αλλά εγώ θα μείνω ουδέτερα θετικός μπροστά στις αδυναμίες του Παβλικόφσκι, να ισορροπήσει σωστά το θρησκευτικό χλευασμό του και το περιεχόμενο γύρω από την πίστη και την αγάπη σε δεύτερο επίπεδο, στοιχεία που καταπλακώνονται από το ναρκισσισμό του φωτός και των ζεστών χρωμάτων σε κάθε πλάνο ή το παρακινδυνευμένα καθησυχαστικό παίξιμο των Νάταλι Πρες και Έμιλι Μπλαντ.

Στο φινάλε δεν άντεξα να μη κάνω τη σύγκριση. Ήταν σα να έβλεπα μπροστά μου τη Τζουλιέτα Μασίνα! Αλλά, το 1957, εκείνη η ταλαίπωρη Καμπίρια περπατούσε προς το μεγάλο άγνωστο μ’ ένα φωτοστέφανο επάνω της, κατεστραμμένο αλλά και τόσο φωτεινό, που είναι ικανό μέχρι σήμερα να κάνει θαύματα στην ψυχή. Στην ταινία του Παβλικόφσκι, η Μόνα απλά ακολουθεί ένα κάποιο μονοπάτι. Χωρίς να έχει σημασία πότε, που και πως τελειώνει. Ξέρετε πως είναι αυτά. Όπως τα καλοκαίρια...

My Summer of Love [2004] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home