Sunday, June 04, 2006

Crash [3/5]

Στο Λος Άντζελες, λέει, αυτό που λείπει από την καθημερινότητα είναι η ανθρώπινη επαφή. Κυριολεκτικά. Το άγγιγμα, με άλλα λόγια... Γι’ αυτό και μερικές φορές, όταν περπατάνε στην πόλη, «τρακάρουν» πάνω σε άλλους ανθρώπους για να νιώσουν πως είναι αυτή η αίσθηση. Να σε ακουμπάει κάποιος.

Όσες φορές ταξίδεψα στο Λος Άντζελες δε θέλησα να με ακουμπήσει κανείς. Περιέργως, υιοθέτησα αμέσως ένα άλλο γνώρισμα της ζωής εκεί: το φόβο. Με τη διαφορά ότι οι ανασφάλειές μου δεν βασίζονταν στο χρώμα του δέρματος, γεγονός που καθορίζει τη ντόπια στάση και συμπεριφορά σε κοινωνικό επίπεδο. Αν, δε, αυτό δεν βγαίνει και στην επιφάνεια αλλά το υποψιάζεσαι να υποβόσκει διαρκώς, τότε εξηγείς ακόμη καλύτερα γιατί μια ολόκληρη πόλη φοβάται τον ίσκιο της.

Οι ήρωες του «Crash» αποτελούν μια πολύχρωμη κουστωδία ανθρώπων από διάφορες φυλές και κοινωνικά στρώματα, συνυπάρχουν με την αβεβαιότητα του τι ρόλο θα κρατάνε από λεπτό σε λεπτό και μόνο μετά την «πρόσκρουση», κι αν είναι ζωντανοί, θα δουν που βρίσκονται και με τι απώλειες. Η σύσταση των χαρακτήρων λειτουργεί άμεσα, αλλά ο Πολ Χάγκις δε μας αφήνει να επαναπαυτούμε με τη σιγουριά πως ξέρουμε ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί της υπόθεσης. Τα πιόνια έχουν ίδιο χρώμα, αλλάζουν εύκολα από άσπρο σε μαύρο, άσχετα από την προκατάληψη που σέρνει πάνω του το δέρμα τους. Η ζωή τους είναι γεμάτη παραπατήματα, συγκρούσεις, συμβάντα της «κακιάς ώρας», ατυχήματα κι ελάχιστες αναλαμπές φυγής ή λύτρωσης. Οι πράξεις τους, λοιπόν, δεν αποτελούνται αποκλειστικά από επιλογές, γι’ αυτό και το πιο απρόβλεπτο στοιχείο του σεναρίου δεν αφορά σε προφανείς δραματικές ή διδακτικές στροφές που παίρνει το φιλμ λες και ακολουθεί αναγκαστική πορεία προς την καταστροφή. Σχεδόν αφημένα είναι παρατημένα σε μια «ανώτερη» δύναμη που κάποτε μπορεί να ήταν αγγελική, αλλά σήμερα μόνο το θάνατο σκορπίζει μέσω ατυχών συμπτώσεων και γυρίσματος της μοίρας, που λένε...

Υπάρχει πρόληψη, ρωτάει ο Χάγκις; Μπορεί η πολιτική ορθότητα να δικαιώσει τη ζωή αυτών των ανθρώπων; Μπορεί να επέλθει ο εξαγνισμός για να μεταμορφωθούν σε καλύτερους ανθρώπους; Υπάρχει αυτό το είδος ή είναι αποκύημα της φαντασίας κάποιων αφελώς αισιόδοξων και σαφώς θρησκόληπτων; Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ή, πιο σωστά, κλίνει τη ζυγαριά της δικαιοσύνης προς μια τέλεια ισορροπία. Αν ζεις στο Λος Άντζελες πρέπει να αποδεχτείς και τους δύο ρόλους: είσαι και αθώος και ένοχος. Και τα δύο τα κρύβεις καλά μέσα σου. Μέχρι τη στιγμή που θα κληθείς να διαλέξεις ή, απλά, θα πέσεις θύμα της αντίπαλης δύναμης κατά τη διάρκεια μιας συμπτωματικά ατυχούς συγκυρίας. Και ο Χάγκις, ως αληθινός «Θεός» - δημιουργός, θα εξακολουθεί να ρίχνει πάνω στους μεν και τους δε το ίδιο «ανώτερο» φως μιας καταδικαστικής ισοφάρισης. Όχι, δεν είναι το δέρμα που σε κάνει πιο τρομακτικό, πιο ευάλωτο, πιο επικίνδυνο ή πιο αξιοπρεπή. Ο άνθρωπος είναι το κτήνος που πρέπει να μας τρομάζει, η ικανότητά του να πράττει όπως του ταιριάζει ανάλογα με τους κανόνες επιβίωσής του. Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες του «Crash» είναι ικανοί για το χειρότερο, μπορούν να παραγνωρίσουν το όποιο φιλτράρισμα της δημοκρατίας, του κοινωνικού βίου, του ρόλου της οικογένειας, της σημασίας να μοιράζεσαι τα πάντα με έναν σύντροφο.

Η αφήγηση του φιλμ ξεκινά σαν καλομονταρισμένη περίληψη προηγουμένων επεισοδίων μιας σειράς που θα μας κάρφωνε στο κάθισμα αν υπήρχε στην τηλεόραση. Είναι αρκετά τίμιος ο Χάγκις και αποφεύγει τις σκηνοθετικές φιγούρες (ίσως γιατί δε μπορεί να γίνει ο Πολ Τόμας Άντερσον του «Magnolia») ή τα τρικ στη σύνδεση των σχεδόν παράλληλων, πολλαπλών ιστοριών που κινούνται στις αχανείς εκτάσεις του Λος Άντζελες. Ακόμη κι όταν το ρατσιστικό σχόλιο γίνεται μανιέρα, δεν πέφτει σε παγίδες αλά Τζον Σίνγκλτον, σίγουρα δεν πουλάει κριτικά αποδεκτή «Τέχνη» αλά Ρόμπερτ Άλτμαν και πιο κοντά στέκει στον προβληματισμό του Λόρενς Κάσνταν και του «Grand Canyon» (1991), με τη διαφορά ότι εδώ απουσιάζει η αισιοδοξία. Οι χαρακτήρες δεν περιμένουν κάτι θαυματουργό (με εξαίρεση την ιστορία του Μεξικανού κλειδαρά που επιφυλάσσει και την πιο συγκλονιστική στιγμή της ταινίας), τα όνειρά τους δεν πιστεύουμε πως θα βρουν ποτέ το φως. Απλά, η ζωή τους θα συνεχίζεται. Μέχρι την επόμενη σύγκρουση, το επόμενο «τρακάρισμα» με το διπλανό τους, το επόμενο άγγιγμα με μια ανθρωπιά που ξέχασαν και να υποδύονται ακόμη...

Το «Crash» μπορεί να έχει τα ελαττώματά του, μπορεί να φαντάζει λαϊκίστικο ή προβλέψιμο σε πολλές στιγμές και ίσως να σχεδιάστηκε ολοκληρωτικά κατά παραγγελίαν για να γίνει αποδεκτό από το mainstream. Όλα αυτά, όμως, μπορούν να ανατραπούν στο άκουσμα ενός πιστολιού που εκπυρσοκροτεί μπροστά στο πρόσωπο του Μάικλ Πένια (ο κλειδαράς που λέγαμε), μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο όπου θα τιναχτείτε από το κάθισμά σας. Η ταινία θα σας βάλει σε σκέψεις. Θα μπορούσε να ήταν καλύτερη. Αλλά αφού είναι βγαλμένη από τη ζωή, πως μπορεί να έχει τέτοιο θράσος;

Υ.Γ. μεταοσκαρικό: Γιατί το «Crash»;

Προφήτης δεν είμαι. Ούτε αυτοχρισμένος «οσκαρολόγος» σε τούτη τη χώρα. Έτυχε να δω το «Crash» σε μια κατάμεστη αίθουσα στις Νύχτες Πρεμιέρας τον περασμένο Σεπτέμβρη. Ήξερα πως ήταν μια φτηνή, ανεξάρτητη παραγωγή που είχε σκίσει εισπρακτικά το καλοκαίρι στην Αμερική, είχε αποσπάσει θετικές κριτικές και ένα εξαιρετικό ensemble καστ. Τίποτε περισσότερο. Παρακολούθησα την ταινία συγκρίνοντάς την στο μυαλό μου με άλλες παρόμοιες και ίσως καλύτερες («Magnolia») που είχαμε δει στο παρελθόν. Παραλίγο να στερηθώ την απόλαυση του να τη δω πραγματικά, δηλαδή. Επαγγελματικό βίτσιο... Τι ήταν αυτό που με «έμπασε» μέσα της, θέλοντας και μη; Οι αντιδράσεις του κόσμου. Το «μπούκωμα», οι σιωπές, κάτι λυγμοί στα κλεφτά, τα τινάγματα των καθισμάτων. Μια ένταση ασυνήθιστη. Βγήκα έξω οριακά βουρκωμένος και σαφώς φορτισμένος. Όσο και να θέλεις να το μειώσεις καλλιτεχνικά το «Crash», δε μπορείς να αγνοήσεις ότι κάτι σου κάνει μέσα σου. Αυτό το κάτι παραπάνω που μου άφησε εμένα, εκτός από μια θετική ενέργεια στον ψυχισμό, ήταν η σιγουριά πως ο τίτλος αυτός θα ακουγόταν σε αρκετές κατηγορίες των επερχόμενων υποψηφιοτήτων για τα Όσκαρ.

Περιέργως, ενώ η χρονιά έδειχνε πως μεγάλη ταινία δεν πρόκειται να δούμε και όλοι παραδίνονταν υπό μορφή ντόμινο στους διθυράμβους και τα βραβεία του «Brokeback Mountain», εγώ έβλεπα το «Crash» να παραμένει ως σταθερή δύναμη παραδίπλα κι όταν σιγουρεύτηκα με τις έξι υποψηφιότητές του συνέχιζα να επισημαίνω το ρόλο της ταινίας του Πολ Χάγκις στα φετινά Όσκαρ. Και όλοι γελούσαν μαζί μου. Ακόμη...

Μιλώντας στη γλώσσα των «αστεριών» αξιολόγησης, βαθμολόγησα και τις δύο ταινίες με 3/5. Δίκαια. Χωρίς υστερίες. Καμία δεν θα έπαιρνε την ψήφο μου για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Αλλά ανάμεσα στις δύο, θα ψήφιζα το «Crash». Ακριβώς όπως έκαναν και τα μέλη της Ακαδημίας. Όχι από συντηρητισμό (λέξη λανθασμένη που χρησιμοποίησα ακόμη κι εγώ, αδικώντας και το φιλμ του Χάγκις και το θεσμό). Μην είμαστε αστείοι. Η ψηφοφορία για τα Όσκαρ είναι μυστική, κανείς δεν θα κόλλαγε σε κανέναν τη ρετσινιά της «κρυφής» αν ψήφιζε την ταινία του Ανγκ Λι. Και ούτε είναι οι 6.000 επαγγελματίες του Χόλιγουντ homophobic δεινόσαυροι με παρωπίδες. Πολύ απλά: το «Crash» έχει ένα θέμα που αφορά ολόκληρο τον κόσμο, πόσο μάλλον τη δική τους κοινωνία που υπόκωφα πονάει από πολύ πιο σημαντικά ζητήματα σε σύγκριση με δύο άντρες που ερωτεύονται... Υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Για να ερωτευτείς, πρέπει πρώτα να βεβαιωθείς πως είσαι ζωντανός. Και το «Crash» κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα: σου λέει πως να μείνεις ζωντανός.

Ένα επιπλέον λάθος, που κάπου μπορεί και να σήμανε την ήττα του «Brokeback Mountain» στα Όσκαρ, ήταν η διόγκωση του φιλμ σε κοινωνικό φαινόμενο μέχρι και σημαία για μια σχεδόν πολιτική παράκρουση της gay κοινότητας απέναντι στο straight mainstream. Ξαφνικά, οι δύο καουμπόηδες που έκαναν σεξ και φιλιόντουσαν σε ευρύτερο κινηματογραφικό κύκλωμα διανομής, προκαλώντας την οργή σε κάποιες Πολιτείες της Αμερικής, μεταμορφώνονταν από fiction χαρακτήρες ταινίας σε προεκλογική εκστρατεία! Το φιλμ του Ανγκ Λι δεν ανήκε πια στο δημιουργό του αλλά σε μια καμπάνια που διαδήλωνε δημόσια υπέρ του δήθεν ελεύθερου δικαιώματος επιλογής ερωτικού συντρόφου. Οποία ειρωνεία. Το «κάνε το σωστό» του φιλμ υπαγορεύει να μην είμαστε καταπιεσμένοι gay, παντρεμένοι ή μη, αλλά... χαρούμενοι gay. Έτσι, το μοναδικό gay δράμα στην ιστορία του Χόλιγουντ που κατάφερε να βγει από το «γκέτο» του target group του με καλλιτεχνικές αξιώσεις έπαψε να είναι πια μια ταινία και απέκτησε διαστάσεις κοσμογονίας, χωρίζοντας το Έθνος σε καλούς και κακούς, ανάλογα με τη διάθεση που είχαν να τη δουν ή όχι! Μετά τη βράβευση του «Crash» τα ξημερώματα της Δευτέρας φοβάμαι πως κάποιοι θα ζητήσουν να καταμετρηθούν ξανά οι ψήφοι... Σε κάθε περίπτωση, το σκηνικό θυμίζει Εμφύλιο. Σχεδόν όπως και με την εκλογή του Μπους! Άλλωστε, αμφιβάλλει κανείς πως αν το Όσκαρ κατέληγε στο «Brokeback Mountain» η ατζέντα θεμάτων όπως το δικαίωμα γάμου ανάμεσα σε ανθρώπους του ιδίου φύλου δε θα φούντωνε ξανά;

Θυμάμαι τη Τζόντι Φόστερ να μου μιλά με θέρμη για την ταινία του Χάγκις τον περασμένο Οκτώβρη. Δεν το περίμενα. Κόλλησα στα λόγια της. Η ταινία αυτή της έλεγε τόσα πολλά, τόσες αλήθειες. Για μια καθημερινότητα που ζει, έστω και σα μακρινός θεατής. Ο ρατσισμός, η απομόνωση, η ανάγκη να λυτρωθούμε από κάτι ουράνιο. Και μαζί, η αβεβαιότητα που περιβάλλει το ποιοι είμαστε πραγματικά. Πέρα από σεξουαλικότητες. Γι’ αυτό, όταν ο Τζακ Νίκολσον αποκάλυψε τη λέξη «Crash», εγώ σηκώθηκα όρθιος και φώναξα: «Μαλάκα μου!». Ίσως επειδή πιστεύω πως οι χτύποι της καρδιάς μας κρύβουν ένα μεγαλύτερο μυστήριο από τη φύση του φύλου μας. Πρώτα ζωντανοί κι ύστερα ερωτευμένοι. Έτσι απλά.

Crash [2005] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home