Sunday, June 04, 2006

Πλαγίως [4/5]

Μπουκάλα. Όταν ακούω αυτή τη λέξη σκέφτομαι δύο πράγματα. Το παιχνίδι που παίζαμε στην ανόητη εφηβεία για να χουφτώσουμε ή να φιληθούμε στα πάρτι, κι αργότερα την έκφραση «έμεινα μπουκάλα». Κοινώς, στα κρύα του λουτρού. Δε μπορώ να πω ότι έχω ευχάριστες αναμνήσεις και από τα δύο. Γι’ αυτό και τούτη η ταινία δεν άρχισε θυμίζοντας ότι καλύτερο... Κι όμως, αυτό το δυσάρεστο κράμα γεύσεων από την αληθινή πίκρα της ζωής σταδιακά σε μεθάει και σου χαρίζει απολαύσεις εσωτερικότητας που θα κρατάς μέσα σου περισσότερο από το hangover της αυριανής, νέας απαισιόδοξης μέρας!

Ο Μάιλς δεν είναι το πρότυπο του κινηματογραφικού χαρακτήρα με τον οποίο θα ταυτιστείς εύκολα. Καθηγητής, ειδικός στα κρασιά αλλά με το επιπλέον πρόβλημα ότι στο τέλος εκείνα είναι που «τον πίνουν», ψυχοπονιάρικα διαζευγμένος και πλήρως αποτυχημένος ως συγγραφέας, αποφασίζει να κάνει ένα τελευταίο γαμήλιο δώρο στον καλύτερό του φίλο, ξεφτισμένης γοητείας ηθοποιό και αθεράπευτο γυναικά που θέλει να γιορτάσει μέχρι τελικής πτώσης την επερχόμενη απώλεια της ελευθερίας του. Σε αντάλλαγμα, ο Τζακ θα προσφερθεί να «κρεβατώσει» το φίλο του, καθώς η περιήγησή τους στους αμπελώνες της Καλιφόρνια γίνεται όλο και πιο αποκαλυπτική, αν όχι και επικίνδυνη. Εδώ προσθέστε δύο γυναίκες που θα τους πετύχουν με τα ερωτικά τους βέλη πολύ πιο βαθιά απ’ όσο περίμεναν και σερβίρετε το ώριμο αποτέλεσμα σε ποτήρι που δε θες να τελειώσει. Ακόμη κι αν η ζωή σ’ έχει μάθει να το βλέπεις πάντα μισοάδειο...

Ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του μπορεί να δείχνει στάσιμος από καλλιτεχνικής άποψης, όμως, το γεγονός ότι δεν προχωρά (ούτε καν νοιάζεται) σε φιγουρατζίδικες απόπειρες για να αποδείξει δήθεν βελτίωση ή βιρτουοζιτέ σκηνοθετική καταλήγει υπέρ του. Ο Πέιν κινείται στα πλαίσια ενός σινεμά χαρακτήρων, με εμφανή κόρτε προς αφήγηση και δημιουργούς της δεκαετίας του ’70 (η σεκάνς του split screen το φωνάζει...). Το «Πλαγίως», συγκεκριμένα, παραπέμπει σε ένα σύγχρονο ξαδερφάκι του «Ένα Παράξενο Ζευγάρι» (αν δώσετε μια προσοχή παραπάνω και στις τζαζίστικες συνθέσεις του Ρολφ Κεντ), το οποίο αγγίζει όσο πιο χαριτωμένα μπορεί εκείνες τις ταινίες αντρικής φιλίας του Μπλιέ (βλέπε τον «Χορό των Διεφθαρμένων» του 1974), νοσταλγώντας την ελευθεριότητα της εποχής. Στην πράξη, το φιλμ μπορεί και να φανεί βαρετό σε μερικούς θεατές αδόκιμους στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά που πατάει σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε ένα γερό σενάριο. Άπαξ και «μπεις» στο κλίμα, όμως, οι συγκινήσεις που σου προσφέρει κατεβάζουν κάτω αρκετά φαρμάκια και όπου αισθάνεσαι τη λύτρωση να έρχεται, νοιώθεις πως θα το αρπάξεις και θα το πιεις απ’ το μπουκάλι μεμιάς... Ναι, εδώ το μεθύσι είναι θεραπευτικό, ακόμη και στις slapstick στιγμές, ακόμη και στο δράμα των πιο μίζερων υπάρξεων, ακόμη και στα πολλαπλά σπασίματα μούτρων των ηρώων, μεταφορικά ή κυριολεκτικά.

Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει με τους ηθοποιούς του, αλλά αν φέρετε στο μυαλό σας τις προηγούμενες ταινίες του Πέιν, θα συνειδητοποιήσετε πως ο άνθρωπος έχει ένα κάποιο μαγικό άγγιγμα που κάνει το καστ του να αποχωρίζεται κάθε μανιέρα ή υποψία «παιξίματος», για να ξεμπροστιαστεί με απίστευτη φυσικότητα σε έναν φακό διαπεραστικό, που καταγράφει μορφασμούς, πόνο στο κορμί και την σκέψη, κι ότι άλλο συνθέτει έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα. Ο Πολ Τζιαμάτι δεν χρειάζεται συστάσεις. Αν είχατε δει το «American Splendor» ξέρετε τι σας περιμένει. Εκεί που σκάνε οι εκπλήξεις είναι στους β’ ρόλους, όπου το οσκαρικό καμπανάκι ηχεί τρελά. Ο Τόμας Χέιντεν Τσερτς εκτός από το απόλυτο comic relief της ταινίας, κρατά πάνω του όλες τις τραγικές λεπτομέρειες ενός ανθρώπου σε αδιέξοδο, με τις χιλιάδες φοβίες και ανασφάλειες που νομίζει πως μπορεί να διαγράψει έστω προσωρινά, μπλέκοντας τα μπούτια του με θηλυκά κάθε σχήματος και προέλευσης. Όσο για την Βιρτζίνια Μάντσεν, και μόνο για τη αξέχαστη νυχτερινή σκηνή διαλόγου με τον Μάιλς περί κρασιού (περιγράφοντας στην ουσία ο καθένας τον εαυτό του) αξίζει το χειροκρότημα.

Αλλά, σας προειδοποιώ. Μην περιμένετε να βρείτε το κοσμογονικό αριστούργημα που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπετε σινεμά. Το «Πλαγίως» είναι μια μικρή, υπέροχη ταινία που κρύβει τις απολαύσεις της πέρα από την προφανή εύκολη διασκέδαση και το χιούμορ της. Και σε μια χρονιά απίστευτης μετριότητας, φαίνεται να λάμπει σαν κάτι ξεχωριστό. Σαν την ευφορία του μεθυσιού, ένα πράγμα. Μερικοί θα χασκογελάνε, άλλοι θα πέσουν στο μαύρο δάκρυ. Ξέρετε, με το αλκοόλ ο άνθρωπος αντιδρά και έτσι και αλλιώς. Είναι ζήτημα χαρακτήρα. Ψυχοσύνθεσης. Και, ευτυχώς, αυτή η ταινία είναι φτιαγμένη για ανθρώπους. Για σκεφτείτε το...

Sideways [2004] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home