Garden State [3/5]

Το φιλμ είναι σαφώς αυτοβιογραφικό, ο Μπραφ βρίσκεται παντού (σενάριο, σκηνοθεσία, πρώτος ρόλος), αλλά έχει έναν διακριτικό και γήινο τρόπο να σου περνάει κάτι βιωμένο και προσωπικό δίχως να καταντά ναρκισσιστικό. Και γι’ αυτό χρειάζεται ταλέντο. Το οποίο, προφανέστατα, υπάρχει. Αλλά δεν «πετάει» ακόμη. Η εισαγωγή γίνεται με πλάνα βινιέτες που σε κάνουν να πιστεύεις πως αν παρακολουθείς τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής, όλα γύρω σου δείχνουν ολότελα σουρεαλιστικά. Και όμορφα ακόμη. Με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο. Από τη βιοπάλη του σχεδόν άνεργου ηθοποιού στο Λος Άντζελες, ο Άντριου Λάρτζμαν πετάει προς τα πάτρια εδάφη για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του, στο Νιού Τζέρζι. Για λίγες μέρες θα βρεθεί αντιμέτωπος με το παρελθόν του, την άρνηση διαλόγου με τον πατέρα του, τους μάλλον κατεστραμμένους φίλους του και μια αναπάντεχη ευκαιρία να ερωτευθεί. Και κάποια μέρα θα πρέπει να πάρει την επόμενη πτήση. Προορισμός άγνωστος. Εκτός κι αν διαλέξει τι θέλει πραγματικά. Και καθοριστικά, σ’ ένα terminal αεροδρομίου.
Αν η γενιά αυτή, της δεκαετίας του ’80, χρειαζόταν το δικό της «Πρωτάρη», μάλλον τον βρήκε. Με ομορφιά και πρωτοτυπία στο καδράρισμα, με ένα φοβερό γούστο στη μουσική επένδυση (που περνάει από τους Coldplay, τους The Shins και τους Iron and Wine μέχρι τους Thievery Corporation και τους Zero 7!), με σενάριο που μιλά όσο πρέπει σε ειλικρίνεια και σιωπά τόσο ρεαλιστικά εκεί που δεν χωράνε λόγια, και με ερμηνείες που σε βγάζουν από ένα σύμπαν κινηματογραφικό. Κερδισμένοι, η Νάταλι Πόρτμαν σε ένα εύθραυστο ρεσιτάλ και ο Πίτερ Σάρσγκαρντ που έλκει επάνω του όλη σου την προσοχή με απονευρωμένους τόνους ειρωνείας. Ανάμεσά τους, υποκριτικά απαθής ο Μπραφ, ίσως από το άγχος για το συνολικό αποτέλεσμα ή δικαιολογημένος λόγω της ρολίστικης ανάγκης που τον θέλει μόνιμα «χαπακωμένο»...
Υπό το πρίσμα μιας γενιάς που δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει από το να... μεγαλώνει, το «Garden State» είναι μια ωδή στην ήττα, με κάποιες στιγμές λανθάνουσας αισιοδοξίας. Το κάπως δειλό γύρισμα προς το καλύτερο του φινάλε το ένοιωσα εκβιαστικό και πλάνα χαμογελαστό, αν και, με μια δεύτερη σκέψη, μένει να αιωρείται κι αυτό σε μια επικίνδυνη αβεβαιότητα. Γιατί, ακόμη και μέσω της εύρεσης της ευτυχίας, ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο. Για τον Άντριου Λάρτζμαν το σήμερα του δίνει κάτι που ονειρευόταν. Μετά τους τίτλους τέλους κανείς μας δεν θα ξέρει ποια ήταν η συνέχεια. Για τα παιδιά εκείνης της γενιάς, το χαμόγελο μπορεί να είναι πιο πειστικό, συνδυασμένο με λίγο δάκρυ αληθινό. Για τους υπόλοιπους, η έξοδος από την αίθουσα θα συνοδεύεται από ένα μειδίαμα σαρκαστικό. Πλειοψηφικά, οι επόμενες μέρες δεν ήταν καλύτερες. Αλλά, εδώ είμαστε ακόμη, που θα μας πάει;
Garden State [2004] / για την Athens Voice
0 Comments:
Post a Comment
<< Home