Sunday, May 14, 2006

The Brown Bunny [4/5]

Υπάρχει ένα φως που δε σβήνει ποτέ, τραγουδούσε κάποτε ο Μόρισεϊ. Υπάρχουν αγάπες που δε σβήνουν ποτέ, μου είπε πέρσι στις Κάννες ο Γκάλο. Υπάρχουν εικόνες και συναισθήματα που από κάποιο μυστήριο ένστικτο ξεπηδούν από μέσα μας, φτάνουν το πανί μιας οθόνης, γίνονται ταινίες και ακριβώς εξαιτίας αυτής της εσωτερικότητάς τους δε μπορούν να σβήσουν από τη μνήμη μας. Ποτέ. Αισθάνομαι περίεργα όταν πρέπει να γράφω για τέτοιες ταινίες. Ίσως γιατί το υποκειμενικό της κριτικής καταντά ριψοκίνδυνα εξομολογητικό. Αλλά κάπως πρέπει να σας πείσω ότι το «The Brown Bunny» του Βίνσεντ Γκάλο αξίζει κάτι παραπάνω από τον ντόρο του περσινού Φεστιβάλ των Καννών ή ότι περιέχει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από την «πίπα» που του παίρνει για κανά πεντάλεπτο η Κλόι Σεβινί...

Πρέπει να γνωρίζετε κάτι βασικό προτού σκεφτείτε να δείτε αυτό το φιλμ: ο όρος «road movie» φτιάχτηκε γι’ αυτό με την πιο κακή του έννοια! Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, μιλάμε για μια αποθεωτικά μοναχική ταινία δρόμου, όπου ο ήρωας οδηγεί ένα βαν, διασχίζοντας το ερημικό αμερικάνικο τοπίο από το Νιου Χάμσαϊρ ως την Καλιφόρνια και τίποτε άλλο δε συμβαίνει στη διαδρομή! Ή μήπως όχι; Για την ακρίβεια, οδηγεί και τη σκέφτεται. Την έλεγαν Ντέιζι, ήταν το μοναδικό κορίτσι που αγάπησε στη ζωή του, δεν ξέρουμε γιατί δεν είναι ακόμη μαζί, αλλά νοιώθουμε πως όλο αυτό το ταξίδι γίνεται για χατίρι της. Σε μια προσπάθεια να ξαναβρεθούν, να τα πουν, να δώσουν εξηγήσεις, να ξεχρεώσουν για τα παλιά, να μείνουν για πάντα ερωτευμένοι ή να χωρίσουν ξανά. Όπως τα φέρει η ζωή...

Αναβάτης σε ράλι μοτοσικλέτας, ο Κλέι ξέρει τι θα πει δρόμος και χωρίς σταματημό πατάει χαλαρά το γκάζι, μας κάνει ένα με την άσφαλτο, έχοντας για συντροφιά τραγούδια θλιμμένα και τοπία μονότονα. Σε μερικές στάσεις συναντά γυναίκες κάθε ηλικίας με ονόματα λουλουδιών, που μπορεί και να του θυμίζουν τη Ντέιζι του. Αυτός ο δρόμος αρχίζει να μοιάζει με οδύσσεια κι αυτό δεν αφορά μονάχα τον Κλέι. Ο θεατής της ταινίας μπορεί να δυσανασχετήσει με τους ρυθμούς της και την παντελή έλλειψη δράσης! Με μια δεύτερη σκέψη, όμως, καταλαβαίνει κανείς πως τα πάντα σ’ αυτή τη διαδρομή είναι σκόπιμα και ακόμη και μέσω της αυτοσχεδιαστικής ελευθεριότητάς τους έχουν έναν προορισμό. Αρκεί αυτός ο θεατής να θέλει να μπει στο trip… Διαφορετικά, όπως συνέβη πέρσι και με τους κριτικούς στις Κάννες, οι αντιδράσεις σας θα περιοριστούν στη χλεύη, το γέλιο και τη βαρεμάρα. Πόσο παράδοξο ακούγεται αυτό όταν οι εικόνες του Γκάλο αποτυπώνουν απόλυτα ρεαλιστικά μια καθημερινή Αμερική, δίχως περιτυλίγματα, αφημένη στον σπαραγμό των «αδειανών» τοπίων ή των προαστιακών γειτονιών που κατακλύζονται από ανθρώπους - φαντάσματα. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, όταν παρόμοιες εικόνες μας έρχονται από το Ιράν, οι πάντες προσκυνούν τον λυρισμό και την τέχνη. Εδώ, όμως, τα πλάνα εισπράττουν μονάχα τα κατηγορώ του δήθεν, του κουραστικού και του ναρκισσιστικού (ο πιο εύκολος τρόπος να «μειώσεις» έναν άνθρωπο που βάζει το όνομά του σε σκηνοθεσία, σενάριο, παραγωγή, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και πρωταγωνιστεί κιόλας)! Γι’ αυτό δείξε την «πίπα» να φεύγουμε, θα πουν οι περισσότεροι. Τι κρίμα που η πορνογραφία κουβαλά ακόμη επάνω της τόσες ενοχές...

Το «The Brown Bunny» μοιάζει με φιλμ «ακατοίκητο» από τη δεκαετία του ’70. Στιλιστικά τα πάντα δείχνουν να έρχονται από λάθος εποχή. Η ξεθωριασμένη φωτογραφία τονίζει μια σχεδόν νεκροφιλική διάθεση, το soundtrack βαραίνει σαν πένθος και το παράδοξα πεντακάθαρο προφίλ του Κλέι, απαλλαγμένου από κάθε τύπου εθισμούς, τον καθιστά σε πραγματικό αντι-ήρωα που ειρωνεύεται τα «καταραμένα» πρότυπα του παρελθόντος. Ο Κλέι δεν παριστάνει τον επαναστάτη και η μοναδική αιτία που τον κάνει ξεχωριστό είναι η αγάπη του για τη Ντέιζι. Ούτε τσιτάτα, ούτε πόζα, ούτε στάση ζωής για κοπιάρισμα από το hype. Τη μοναξιά του, βλέπεις, δε θα τη ζήλευαν πολλοί.

Μια από τις φυσικές συνέπειες (για θεατές με αληθινή ψυχή...) ύστερα από την παρακολούθηση του φιλμ, θα ήταν να θελήσετε να επικοινωνήσετε με πρόσωπα που αγαπήσατε έντονα. Με κάθε τρόπο. Να μιλήσετε , να στείλετε ένα μήνυμα, να βρεθείτε, να γίνετε «χώμα» με τη διαπίστωση ότι δεν έχετε ξεχάσει τόσα όσα θα θέλατε να σβήσετε από τη μνήμη. Όχι ότι θα αλλάξετε τίποτα. Άλλο το σβήσιμο κι άλλο το πεθαμένο. Τουλάχιστον ο Γκάλο μας μαθαίνει πως, σε κάθε περίπτωση, για τις παλιές αγάπες πρέπει να μιλάμε! Έστω και με τον εαυτό μας μονάχα...

The Brown Bunny [2003] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home