Sunday, May 14, 2006

Δεσμοί Διαζυγίου [4/5]

Όταν βρίσκουμε αυτό το έτερο ήμισυ που θεωρούμε «σχέση» μας αρέσει να ψαχουλεύουμε τα κοινά μας στοιχεία, τα πράγματα που μας ενώνουν, οτιδήποτε μπορεί να μας κάνει υπερήφανους που «μοιάζουμε». Κι όταν έρχεται ο χωρισμός, μετράμε το άγνωστο των αιτιών με τρόπο ασαφή, λες και δε μπορούμε να διακρίνουμε ή να απαριθμήσουμε όλα αυτά που μας έσπασαν ξανά στα δύο. Κι ας τα βλέπαμε πολύ πριν επέλθει ο χωρισμός...

Κάπως έτσι ζούσαν οι γονείς του Νόα Μπάουμπακ. Μποέμ συγγραφείς, κάτοικοι Μπρούκλιν, με μοναδική αφοσίωση στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, καμία άλλη επαφή με τον έξω κόσμο και δύο παιδιά ύστερα από δεκαεπτά χρόνια γάμου. Η Τζόαν, η μάνα, εξομολογείται στο μικρό της γιο πως τα δύο τελευταία ήταν μια κόλαση. Ο Μπερνάρντ, ο πατέρας, λέει στον άλλο του γιο πως η γυναίκα που τον ανέθρεψε ήταν μια πουτάνα (κινηματογραφικός κανιβαλισμός αναφοράς, στο δωμάτιο των παιδιών υπάρχει μια αφίσα της ταινίας του Ζαν Εστάς «Η Μαμά και η Πουτάνα»!) που τον κεράτωνε διαρκώς κι εκείνος δεν έλεγε κουβέντα. Ναι, ο θεσμός του γάμου είναι περισσότερο μυστηριώδης κι από τον έρωτα.

Μια ωραία πρωία, ο Μπερνάρντ και η Τζόαν καλούν τα παιδιά για οικογενειακή σύσκεψη. Πρόκειται να χωρίσουν. Ο μικρότερος γιος κλαίει. Οι κηδεμόνες τους έχουν αποφασίσει να τους μοιράζονται ανά μέρα, με μια δεύτερη Πέμπτη στον καθένα εναλλάξ για να λύσουν το πρόβλημα του επταημέρου. Τα παιδιά απορούν αν αυτό θα γίνεται και με τη γάτα. Εμείς γελάμε. Και η πένα του Μπάουμπακ εισχωρεί όλο και περισσότερο σε αναμνήσεις βιωματικές μ’ ένα ταλέντο που του επιτρέπει να ξεγυμνώσει αλήθειες, εαυτόν, φαντάσματα, εφηβικά δάκρυα, πρώιμες στύσεις, «αρρωστημένες» πράξεις της εφηβείας, ανασφάλειες, βάρη ευθυνών και κατάρριψη προτύπων γονικής καθοδήγησης. Οι γονείς είναι δύο άνθρωποι που χειρίζονται τη γλώσσα τόσο καλά σε βαθμό να μπορούν να τη μετατρέπουν σε όπλο. Και, παραδόξως, ακόμη και τα παιδιά τους ξέρουν πως να τις αποκρούουν. Αλλά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το πως να χειριστούν τα αισθήματά τους! Εκεί έχουν υποστεί μεγάλη ήττα, κανονική αναπηρία που εκδηλώνεται και στην επικοινωνία με τους γύρω τους. Ο μεγάλος αρνείται τη σεξουαλική επαφή, τρομοκρατημένος στην ιδέα της συντρόφου που θα μπορούσε να γίνει μελλοντική γυναίκα του, ενώ ο μικρότερος έχει αφεθεί ολοκληρωτικά στην ηδονή της εκσπερμάτισης λες κι έχει ανακαλύψει την πλέον απαγορευμένη ουσία απόλαυσης. Το μέλλον τους διαγράφεται σαν πάρτι νευρώσεων...

Με τον Γουές Άντερσον στην παραγωγή και μ’ ένα τέτοιο σύμπαν χαρακτήρων και πλοκής μπορείτε να φανταστείτε τι σας περιμένει. Ένα κατά βάθος ψυχαναλυτικό σινεμά που συγγενεύει με το παρελθόν του Γούντι Άλεν αλλά προσεγγίζει πιο ρεαλιστικά τα πράγματα. Με ήρωες οι οποίοι δεν πάνε να ξορκίσουν το κάθε ζόρι ή τις μονομανίες τους μέσα από καλογραμμένες ατάκες που σε κάνουν να μειδιάς. Το «Δεσμοί Διαζυγίου» κρύβει βαθιά μέσα του έντονο πόνο. Αλλά, ο μεγάλος του τσαμπουκάς έγκειται στο ότι δε σ’ αφήνει ποτέ να συγκινηθείς. Ο Μπάουμπακ σε ποτίζει με πίκρα δοσολογίας ουχί σπαραξικάρδιας. Θέλει να ξέρουμε πως τα λάθη πληρώνονται, θέλει να μας δείξει την ασχήμια και την ανευθυνότητα που μπορεί να κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα δύο διανοούμενων γονιών, θέλει να καταλάβουμε την ηλικιακή αξία που έχει ο κάθε σταθμός της ζωής μας, από τη σεξουαλική επαγρύπνηση της εφηβείας μέχρι τον αργό θάνατο του «ιερού» θεσμού της οικογενείας. Μας δείχνει πως η αφασία μπορεί να γιατρευτεί, δεν είναι αιώνια. Μας προτείνει τις μετωπικές συγκρούσεις με την αλήθεια, μας ζητά να ρισκάρουμε στη μοναξιά της επιβίωσης. Μας εκλιπαρεί να μείνουμε ζωντανοί. Πριν φάμε ο ένας τον άλλον. Όπως εκείνη η φάλαινα με το καλαμάρι, στο American Museum of Natural History, που πάντοτε τρόμαζε το μεγάλο γιο.

Γυρισμένο μέσα σε 23 μέρες, με καστ που πετάει, πλάνα και ρυθμούς που χωνεύονται εύκολα ακόμη κι από απαίδευτους θεατές, με σινεφίλ αναφορές που κλείνουν διαρκώς το μάτι ειρωνικά, το φιλμ του Μπάουμπακ είναι μια σπάνια απόλαυση στο είδος του, ένα κινηματογραφικό μάθημα οικονομίας και ισορροπίας πάνω στη «χαρτογράφηση» της ζωής που σου επιτρέπει να θαυμάσεις, να ζηλέψεις, να αυτοσαρκαστείς και ν’ αναπνεύσεις μαζί του. Είναι μια ταινία που δεν έχει ανάγκη από punchline ή από μηχανής θεούς για το φινάλε. Γιατί αγάπη έχει ξεχάσει τι θα πει. Αλλά μπορεί ν’ αγαπηθεί!

The Squid and the Whale [2005] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home