Sunday, May 14, 2006

Καφές και Τσιγάρα [3/5]

Μου τη σπάει το σινεμά του Τζάρμους! Συνήθως. Ο καλύτερος συνειρμός με το όνομά του θα είναι για μένα το «Stranger than paradise». Μπορεί και για πάντα... Αυτή η «φεύγα», slacker δύναμή του, το βρώμικο μαυρόασπρο, τα κοντράστ μέσα κι έξω από την ψυχή των χαρακτήρων κι εκείνο το κασετόφωνο να παίζει «I put a spell on you» χωρίς σταματημό. Δεν τα ταίριαξε ποτέ καλύτερα ξανά ο Τζάρμους όλα αυτά τα στοιχεία και το συναίσθημα, παρά κατέληξε να φλυαρεί επαναλαμβάνοντας αστειάκια ή δήθεν φιλοσοφίες με ροκ άλλοθι και μεγαλύτερο budget. Και, ξαφνικά, εις το έτος 2003 θυμάται μια σειρά από φιλμάκια που ξεκίνησε να γυρίζει το 1986 και προσθέτοντας κάμποσα καινούρια «επεισόδια» μετατρέπει το εγχείρημα σε ταινία μεγάλου μήκους. Θέμα της, άνθρωποι που πίνουν καφέ και καπνίζουν. Τελεία. Μην περιμένετε να συμβούν περισσότερα πράγματα!

Αν ξεπεράσεις το αρχικό, μικρό σοκ και συνειδητοποιήσεις ότι το όλο φιλμ ρέπει προς το μονότονο, έχεις να συναντήσεις ένα πλήθος από αλήθειες πικρές και μαύρες, στιγμιότυπα που ξεμπροστιάζουν τις πιο ηλίθιες αναμνήσεις σου και προσγειώνουν τις φιλοδοξίες σου περί ξεχωριστής ζωής που κάνεις και σημαντικότητας της ύπαρξής σου και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Βάλε καφέ, άναψε τσιγάρο και κάθισε και σκέψου. Το «εργάκι» μιλά για τη ματαιότητα, όχι τη ματαιοδοξία σου!

Η γενιά του καφέ και του τσιγάρου υπάρχει. Παντού στον κόσμο θα βρεις τα τέκνα της. Και διαιωνίζεται με έναν παράδοξο τρόπο. Μιλάει πολύ ή δε μιλάει καθόλου, το ίδιο και το αυτό. Βρίσκεται στα ίδια μέρη, έχει τις ίδιες απαράλλαχτες συνήθειες, σε φιλάει σταυρωτά, σε ζαλίζει δύο ώρες με χνώτα από καφεΐνη, κάπνα και αερολογία, κοιτάζει το ρολόι και σε αποχαιρετά με αγάπη ως την επόμενη φορά. Μπορεί και να είναι η γενιά που θα καταστρέψει αυτό τον κόσμο ή ολόκληρο τον πλανήτη επειδή δεν κάνει τίποτα! Ούτε καν τολμά να μοιρολατρεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν έχει οράματα. Ζει τώρα. Στο απόλυτο σήμερα. Βαριέται που ζει. Αλλά είναι cool. Κι αυτό σου μεταδίδει ο Τζάρμους, μέσα από «βινιέτες» της ανθρώπινης ύπαρξης, δίχως τίποτε συναρπαστικό ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξη αυτών των χαρακτήρων. Αν, όμως, κοιτάξεις γύρω σου, όλα είναι τόσο αληθινά μέσα σ’ αυτή την ταινία. Κι ακόμη κι αν δε δείχνει να συμβαίνει τίποτα, μέσα σου γελάς ασυνείδητα. Ακόμη και στις σιωπές δύο ανθρώπων που κάθονται σ’ ένα τραπέζι και δεν έχουν τίποτα να πουν. Ακόμη και τότε θέλεις να γελάσεις! Είναι σα να ήσουν εκεί. Γιατί αυτό το «εκεί» το έχεις περάσει κι εσύ.

Με χρονολογική σειρά, όπως ακριβώς γυρίστηκαν, τα τρία πρώτα φιλμάκια μπορεί και να είναι γνώριμα σε μερικούς. Η ασυνεννοησία μέσα από έναν διάλογο τόσο συγγενή με το θέατρο του παραλόγου και τα σπασμένα αγγλικά του Μπενίνι, οι θεωρίες του Μπουσέμι για την ύπαρξη ενός δίδυμου, «σατανικού» αδελφού του Έλβις και η ηδονή του να ανάβεις ένα τσιγάρο ακριβώς επειδή το έχεις κόψει, με ρεσιτάλ βλεμμάτων από τον Ίγκι Ποπ. Η συνέχεια έχει πλάκα ούτως ή άλλως, ειδικά αν καλοσκεφτείς ότι τα υπόλοιπα «σκετσάκια» γυρίστηκαν με απόσταση δέκα χρόνων και αντιπροσωπεύουν ένα εντελώς διαφορετικό, πολιτισμικό σοκ που πλέον δεν επιτρέπει απολαύσεις όπως το κάπνισμα, με ή χωρίς τον καφέ της παρηγοριάς. Το «Καφές και τσιγάρα» μιλά για μια κουλτούρα που η αμερικάνικη ψύχωση προσπαθεί να εξαλείψει! Και δεν προσπαθεί να σου πουλήσει μούρη, όπως έχει συμβεί μερικές φορές στο παρελθόν με τον Τζάρμους. Η απλότητά του, η ειλικρίνειά του και η βιωμένη παραξενιά του σε καθηλώνουν με ένα χαμόγελο στο στόμα. Σε βαθμό να αισθάνεσαι άσχημα. Γιατί μετά την ταινία μπορεί κι εσύ να πας για καφέ με παρέα. Και να νοιώσεις τόσο άβολα όταν θυμηθείς το μεγάλο «τίποτα» της ταινίας. Είναι το ίδιο με το δικό σου. Μήπως είναι η ώρα ν’ ανάψεις τσιγάρο και να κοιτάξεις λίγο ταβάνι;

Ανάμεσα στο πλήθος των «συνωμοτών» της νικοτίνης και του όποιου ροφήματος (διότι υπάρχει και κάποια παρασπονδία Βρετανών με τσάι!), ξεχωρίζουν τα φιλμάκια με τον Μπιλ Μάρεϊ και τον τσιγαρόβηχα, η διπλή ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ ως σταρ του σινεμά που συναντά την white trash ξαδέλφη, το γενεαλογικό δέντρο του Άλφρεντ Μολίνα και του Στιβ Κούγκαν και οι αναπάντεχες επιστημονικές γνώσεις των White Stripes. Αυτό, όμως, που με κέρδισε απόλυτα ήταν το φινάλε με τους δύο γεράκους (Μπιλ Ράις και Τέιλορ Μιντ) στο διάλειμμα για καφέ, κάπου ανάμεσα σε τούτη τη ζωή και το μετά θάνατον, με ψίθυρους από Μάλερ στο βάθος. «Ich bin der weit abhanden gekommen» λέγεται το κομμάτι του Μάλερ που νομίζει ότι ακούει αυτό το ανθρωπάκι. Έχει χάσει το νόημα του κόσμου. Αλλά υποκρίνεται πως ο νερόβραστος καφές του είναι σαμπάνια γαλλική. Υποκρίνεται τον οργασμό του ζην. Και κλείνει τα μάτια...

Coffee and Cigarettes [2003] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home