Monday, July 03, 2006

The Terminal [3/5]

Ανέκαθεν πίστευα σ’ αυτή τη θεωρία για τη φιλμογραφία του Σπίλμπεργκ: οι ταινίες του «μεταφράζονται» και ως απόπειρες αυτοψυχαναλυτικής διάθεσης! Ιδίως μετά την περίοδο του «Κάπτεν Χουκ», όπου ο δημιουργός Σπίλμπεργκ αποτολμά και μια μεταστροφή ωρίμανσης. Όχι απαραίτητα καλλιτεχνικής. Ότι είχε να δώσει ο άνθρωπος το έκανε από τις πρώτες του ταινίες. Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν υπήρξε ποτέ πιο ικανός ως διασκεδαστής. Τι έμενε να κατακτήσει, ύστερα από ταμειακά ρεκόρ και την εμπιστοσύνη του κοινού; Βραβεία και τιμές που θα τόνωναν τον εγωισμό του... Και με τον καιρό, τα κατάφερε κι αυτά. Παλεύοντας, όμως, με τον ψυχισμό του και μια μανιασμένη, άπληστη όρεξη για ακόμη περισσότερα.

Είχα σταματήσει να αγαπάω το σινεμά του Σπίλμπεργκ. Με είχε προδώσει. Είχε ξεπουλήσει την αγωνία, τα δάκρυα και τον ενθουσιασμό που μου έδινε όταν ήμουν παιδί. Ίσως όλα αυτά να τα ένιωθε και ο ίδιος. Ξαναγυρνάμε στην ψυχανάλυση. Μετά από εκείνη την ενήλικη, εξιλεωτική βερσιόν του «Πίτερ Παν», όλα φαίνονταν πιο ξεκάθαρα. Και μέχρι το «Πιάσε με Αν Μπορείς», δε φαινόταν να έχει πρόβλημα προσωπικό. Για δοκιμάστε τώρα να δείτε αυτή την ταινία σαν απόπειρα φυγής, ακριβώς όπως λέει ο τίτλος της. Και καταλήξτε στο «Terminal». Με έναν Τομ Χανκς κολλημένο χωρίς πατρίδα, στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. Η χώρα του επαναστατεί κάπου στην Ανατολική Ευρώπη κι εκείνος, με άκυρο διαβατήριο και βίζα, βρίσκεται στο κυριολεκτικό Ground Zero αυτής της πόλης. Το πεδίο στο οποίο του επιτρέπεται η κυκλοφορία είναι ένα ουδέτερο έδαφος, μια «χώρα» του πουθενά, μεταβατικό στάδιο για τον γυρισμό στην πατρίδα και σε ότι αγαπάει ή το άνοιγμα μιας πόρτας προς μια νέα ζωή γεμάτη ευκαιρίες και συγκινήσεις. Αυτές τις δύο επιλογές έχει ο Βίκτορ Ναβόρσκι. Αλλά, προσωρινά, μπροστά του απλώνεται το πιο χαοτικό αδιέξοδο. Και φοβάμαι πως αυτό εκφράζει ψυχαναλυτικά το «Terminal» για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που έχει κατακτήσει τα πάντα αλλά, παρόλη την εξουσία, δε μπορεί να γιατρέψει τα ανθρώπινα ελαττώματα του. Υπ’ αριθμόν ένα; Γερνάμε. Φοβόμαστε. Και μετά πεθαίνουμε.

Όπως και να’ χει, δε μπορεί να το σκάσει από πουθενά ο Σπίλμπεργκ. Γι’ αυτό και γυρίζει ταινίες... Και ενίοτε βρίσκει τη λύτρωσή του μέσα από αυτές. Μπορεί το μαγικό άγγιγμα να έχει ξεθωριάσει λίγο, αλλά του αξίζει να τη βρει. Τέτοια περίπτωση είναι τούτο το φιλμ, που βασίζεται σε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη ιδέα του Άντριου Νίκολ («Gattaca»), να εγκλωβίσει ένα ανθρωπάκι στα τέρμιναλ ενός αεροδρομίου, ζητώντας να βρει από το νόημα της ζωής, μέχρι την αγάπη και το ξεπλήρωμα κάποιου χρέους από το παρελθόν (εδώ κρύβεται ουσιαστικά και το feel good μεγάλο χαρτί της ταινίας). Δεν το συνηθίζει να τα καταφέρνει τόσο καλά στην ανθρωπιά ο Σπίλμπεργκ, κακά τα ψέματα. Παραμυθάς, ναι. Αλλά ενήλικος αφηγητής του βιωμένου και ψυχοπονιάρικου, όχι πάντοτε. Είπαμε, όμως, εδώ δουλεύει η προσωπική δίψα για εξαγνισμό. Και το αποτέλεσμα έπρεπε να «πιάσει». Γιατί την έχει ανάγκη αυτή την ισορροπία μέσα του. Κι ας τον πλήγωσαν πάλι οι οπαδοί του στα ταμεία: το φιλμ δεν δούλεψε όπως του άρμοζε στις ΗΠΑ, ίσως γιατί δεν είχε τίποτα να πει στον βασικό πυρήνα θεατών που αποτελείται από πιτσιρικαρία. Λογικό. Ο άνθρωπος διανύει τα 58 του χρόνια! Με 30 από αυτά πίσω από κινηματογραφικές κάμερες. Πόσο αγέραστο να μείνει αυτό το ποπ-κορν πια;

Δυστυχώς, το πνεύμα του «έμπορα» Σπίλμπεργκ ξεσπαθώνει αραιά και που και το «Terminal» ξεμένει αβοήθητο σαν Ροβινσών Κρούσος στους αχανείς διαδρόμους του αεροδρομίου, αναζητώντας πάλι τη ρίζα του σουρεαλισμού της ιστορίας ή κάτι παραπάνω από το προφανές της ευαισθησίας και του εκβιασμένου ρομάντζου ανάμεσα στον Χανκς και την ταλαίπωρη αεροσυνοδό Τζόουνς. Αν ο άνθρωπος είχε καλλιτεχνικά κότσια, το φάντασμα του Ζακ Τατί θα στοίχειωνε το φιλμ καρέ - καρέ! Δεν ευκαιρεί, όμως. Γιατί ακόμη κι όταν ξεπερνά το αδιέξοδο, ο σκηνοθέτης Σπίλμπεργκ βρίσκεται μπροστά στο μέγα δίλημμα: ταχυδακτυλουργός ή ψυχοθεραπευτής. Και τα δύο, δε μπορεί.

Μερικώς ιδιοφυής, ακόμη ονειροπόλος, περισσότερο φοβισμένος από ποτέ, ο Σπίλμπεργκ ζητά μέσω αυτής της ταινίας να τον αγκαλιάσουμε σαν άνθρωπο και να ξεχαστούμε μαζί του. Αν έπρεπε να διαλέξω, νομίζω πως θα έκανα μια στάση για να «μιλήσουμε» ξανά. Επόμενες πτήσεις θα υπάρχουν πάντοτε...

The Terminal [2004] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home