Thursday, October 27, 2011

Άλπεις [3 ½/5]

Τραυματιοφορέας, νοσηλεύτρια, αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής κι ο προπονητής της υποδύονται νεκρούς ανθρώπους. Αλλά δεν είναι σίγουροι αν ζει ο Prince.

Αν όλα όσα ήρθαν στη ζωή και στην καριέρα του Γιώργου Λάνθιμου μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα» μπορούν να παρομοιαστούν με... χιονοστιβάδα, τότε μπορείς να κατανοήσεις την ειρωνεία στον τίτλο της νέας του ταινίας. Οι «Άλπεις» μοιάζουν περισσότερο με αυτο-τιμωρία προς το pop φαινόμενο της αποδοχής, παρά με το επόμενο βήμα που θα θέλαμε ή θα περιμέναμε να δούμε, συγγενεύοντας με τον πιο εσωτερικό αυτισμό της «Κινέττας», σαν ύφος και... αμέλεια προς τη σεναριακή δομή, αλλά με μια επιπλέον δόση χιούμορ, πιο μαύρου κι από το πένθος που βαραίνει τους δευτερεύοντες χαρακτήρες.

Ξανά χωρίς ονόματα, ξανά χωρίς «πατρίδα», σε μια πιο βρώμικη, μικροαστική πραγματικότητα vintage αισθητικών καταβολών, ο Λάνθιμος παρηγορεί συγγενείς, συντρόφους και φίλους εκλιπόντων με μια κλινική δοσολογία συναισθήματος, χρησιμοποιώντας ένα κουαρτέτο ηρώων που εκμεταλλεύεται τους «πελάτες» του σαν το δικό του ψυχοφάρμακο, με απρόβλεπτα (αν και μοιραία) επιζήμια αποτελέσματα. Κανένα «υποκριτικό» δεκανίκι επαφής δεν αρκεί για να καλύψει το λόγο της θνητής ύπαρξης, η αδυναμία ενός ουσιαστικού «δίνω» και «παίρνω» κάνει τα πάντα να δείχνουν όλο και πιο νοσηρά και, τελικά, όλοι μαζί βουλιάζουν μέσα σε μια αίσθηση απουσίας, η οποία θα... εξυγιανθεί μονάχα όταν επέλθει το τέλος - τους. Επειδή, όμως, στο σύμπαν των «Άλπεων» δε χωρούν τέτοιες τραγικές λυτρώσεις ή «βίαια» φινάλε, η ιστορία μένει μετέωρη πάνω σ’ ένα ατέρμονο μοτίβο επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, μιας λούπας εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, που συνεχίζει να δίνει το παρών με κάθε ανόητο ρόλο «μίμησης».

Οπτική, καδραρίσματα, διεύθυνση φωτογραφίας, σε υψηλά επίπεδα, θα συναρπάσουν το βλέμμα των περισσότερο μυημένων στη «σχολή Λάνθιμου», η ημιμπρεχτική υποκριτική αυτή τη φορά δε συγκρούεται με τη νατουραλιστική καθοδήγηση, η Αγγελική Παπούλια κατανοεί σε βάθος την υπόσταση του «πολλαπλού» ρόλου της και μεγαλουργεί με άνεση, τα αστεία (ποιος περίμενε να ηχήσει στην ταινία η πάλαι ποτέ παπανδρεϊκή, αν και αγαπητή από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, «Carmina Burana»;) εκπλήσσουν και δονούν το εσωτερικό κενό ή την αμηχανία του θεατή και οι «Άλπεις» κατακτούν το δύσκολο υψόμετρο - στόχο που έχει βάλει ο δημιουργός τους. Το πρόβλημα για τον Γιώργο Λάνθιμο είναι το μετά. Θα παραμείνει σε τούτη την προσωπική «μανιέρα» σινεμά και θα συντηρείται μέσα από το στερεότυπο σύστημα των φεστιβαλικά «επιχορηγούμενων» σκηνοθετών, οι οποίοι παράγουν ισοβίως το ίδιο, προβλέψιμο «προϊόν» ή θα επιδείξει την προθυμία προς τον απογαλακτισμό του από την ελληνικότητα και την όποια πραγματικότητά της; Γιατί, όσο κι αν τη διαστρεβλώνει, δεν παύει να είναι αυτό που τον καταδιώκει. Μέχρι σήμερα.

Alps [2011] / για το CINEMaD & το
mftm

1 Comments:

Blogger xristos said...

Πάντα μου αρέσει ο τρόπος που σκηνοθετεί ο Γιώργος Λάνθμιμος,και πάντα θα μου αρέσει. Είδα την ταινία στον κινηματογράφο και όταν βγήκα από την αίθουσα ενθουσιαστικά άλλη μια φορά, αλλά κατάλαβα ότι ο υπόλοιποι θεατές που παρακολούθησαν την ταινία δεν είχαν το ίδιο συναίσθημα με εμένα, μήπως φταίει ότι είναι ελληνική ταινία;η υπήρχε διαφορά με τον Κυνόδοντα; Ότι υπήρχε διαφορά υπήρχε,και επίσης υπήρχε και θα υπάρχει αυτός το ενοχλητικό γιουχάισμα για τον Ελληνικό Κινηματογραφώ (μπαίνουν μέσα και κάποιοι δήθεν κρητικοί που έγραψαν στην αρχή για τον Κυνόδοντα άσχημα σχόλια και μετά το Όσκαρ έκαναν τις Παναγίτσες!)

5:43 PM  

Post a Comment

<< Home