Thursday, March 08, 2007

Red Road [4/5]

Πρωτοείδα την ταινία πέρσι στις Κάννες, χωρίς να ξέρω λεπτομέρειες γύρω από την πλοκή της. Και σοκαρίστηκα ψυχολογικά. Υπάρχει κάποιο «μυστικό» στο έργο που καλό θα ήταν να μην γνωρίζετε πριν σβήσουν τα φώτα της αίθουσας. Πρέπει να το σεβαστώ αυτό, κι ας «ευνουχίζω» έτσι ένα μεγάλο μέρος της κριτικής για το ντεμπούτο μεγάλου μήκους της Άντρεα Άρνολντ. Αξίζει να το δείτε κι εσείς με την ίδια εσωτερική «καθαρότητα».

Χειριστής κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, η Τζάκι καρφώνει το βλέμμα της στα μόνιτορ όταν αναγνωρίζει έναν άνδρα που μάλλον δεν ήθελε να ξαναδεί στη ζωή της. Τον λένε Κλάιντ, αποφυλακίστηκε πρόσφατα και προσπαθεί να ορθοποδήσει ξανά στην κοινωνία. Και οι δύο αυτοί χαρακτήρες πάσχουν από μια τραυματική μορφή ψυχικής αναπηρίας, που σε κάνει να πιστεύεις πως κάποια στιγμή θα τους φέρει κοντά, ίσως και να τους ενώσει. Το κίνητρο της Τζάκι, όμως, δεν είναι τέτοιο. Από τη στιγμή που σιγουρεύεται για την ταυτότητα του «άγνωστου» άνδρα, γίνεται ο διώκτης του, ένας φορέας εκδίκησης που σέρνει μέσα της μια ανθρώπινη τραγωδία αλύτρωτη, από εκείνες που ξεπληρώνονται μονάχα με χτυπήματα... οφθαλμού αντί οφθαλμού. Και κάτι μας λέει πως είναι η σειρά της, δικαιωματικά.

Χωρίς την οποιαδήποτε «γυναικεία ευαισθησία» στη γραφή της, η Άρνολντ ξεδιπλώνει αργά και σχεδόν βασανιστικά το παρελθόν της ηρωίδας της, της στερεί τις λέξεις για να την πνίξει σ’ έναν λυγμό βουβό και σπρώχνει τη συνείδηση του θεατή σε μια κλιμακούμενη λύση του «μυστηρίου» που κορυφώνεται οδυνηρά, με την ελπίδα να βρει μια κάποια άφεση αμαρτιών. Χαρισματική στην αφήγησή της, η Άρνολντ αποφεύγει τις συμβάσεις κοινωνικού ρεαλισμού των πλέον προφανών Βρετανών συναδέλφων της (βλέπε Μάικ Λι ή Κεν Λόουτς), στεγνώνει τα δάκρυα της μελό δραματουργίας και στήνει στην ψύχρα το φακό της απέναντι σε απομεινάρια ανθρώπινης ύπαρξης, τιμωρώντας ή ακυρώνοντας την ηδονοβλεπτική οπτική της σχέσης του θεατή με τα επί της οθόνης δρώμενα. Και μάλιστα εις διπλούν, αν σκεφτείτε λίγο περισσότερο τον ασυνείδητο επαγγελματισμό της Τζάκι μπροστά στα μόνιτορ που μετατρέπουν τους κατοίκους της Γλασκόβης σε μίζερες, ίσως πιο αξιοθρήνητες στην προσωπική τους ζωή από εκείνη, κινούμενες κουκίδες.

Εντυπωσιακό για ντεμπούτο, το «Red Road» αντιπροσωπεύει το σινεμά σε πρώτο πρόσωπο, απογυμνώνει οτιδήποτε κολακευτικό από την εμπειρία, πενθεί μέσα του, ψάχνει να βρει τρόπους να βγει από τη θλίψη, σφυγμομετρεί τις ενοχές των ηρώων του, βλέπει την αλήθεια σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής τους, μέχρι που προκαλεί στενάχωρα συναισθήματα στην εκδήλωση της ερωτικής επιθυμίας, με μια σκηνή σεξ τόσο ωμά γραφική αλλά και νοηματικά σημαντική, για το φόβο που κουβαλάει απ’ το πετσί ως τα σωθικά το κάθε κορμί. Όλα με μια κάψα που κάνει τα πάντα στάχτη στο πέρασμά της. Και, στο φινάλε, μας αφήνει αγκαλιά με τις στάχτες των νεκρών που ζητάνε τη λύτρωση στο σκόρπισμα του ανέμου. Με μια γενναιότητα που γνώρισαν μονάχα όσοι αγάπησαν. Κι έγιναν κομμάτια. Που έλεγαν κι οι Joy Division...

Red Road [2006] / για την Athens Voice

1 Comments:

Blogger quieterworlds said...

Μια ταινία όμορφη και λυτρωτική. Υπό τους ήχους του Joy Divinson να το συνοδεύουν, το φινάλε της αποτελεί ένα δείγμα ελπίδας. Ο κόσμος του Red Road είναι μαύρος και σκληρός, άλλοτε μάλιστα άδικος. Αξίζει όμως την ποσπάθεια.
8/10

5:07 PM  

Post a Comment

<< Home