Friday, July 21, 2006

Μόναχο [0/5]

Τον Στίβεν Σπίλμπεργκ τον αγάπησα σαν διασκεδαστή. Κι εσείς το ίδιο. Και δεν ήταν αμαρτία! Για τον ίδιο, όμως, ίσχυσε το παλαιότατο... «ζήλια, ψώρα». Προχώρησε, λοιπόν, παράλληλα με τα εμπορικότατων προδιαγραφών blockbusters του, και σε μια σειρά ταινιών «δημιουργού» οι οποίες συναντούσαν την αποτυχία όποτε στέκονταν ως δράματα και μόνο. Σανίδα σωτηρίας στάθηκε η Ιστορία. Με πόσο προβλέψιμο τρόπο! Εβραίοι σε θαλάμους αερίων, Αμερικανοί φαντάροι κομματιασμένοι στις νάρκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δουλεία κι εκμετάλλευση μελαψών αναλώσιμων «ανθρώπων» και τώρα... γιατί σφάζονται Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι! Τι άλλο έχει μείνει; Το Κυπριακό; Μπα, δεν έχει τέτοια συμφέροντα...

Μετά την επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, το 1972, ένας πράκτορας της Μοσάντ ηγείται ομάδας εκτελεστών με λίστα 13 «ένοχων» Παλαιστινίων ανά χείρας. Ο Άβνερ Κάουφμαν υποτίθεται πως είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας, αλλά το μπέρδεμα στη σκιαγράφησή του περισσότερο... σκοτεινιάζει το φιλμ. Πρέπει να σκοτώσει γιατί έχει χρέος στην πατρίδα και τους προγόνους του αλλά δεν είναι γεννημένος δολοφόνος. Πληρώνεται αδρά για τον κάθε στόχο του ξεχωριστά, αλλά εμείς πρέπει να στεκόμαστε στο πατριωτικό. Έχει σύζυγο και νεογέννητο κοριτσάκι, θέλει να ζήσει σ’ ένα τίμιο και ασφαλές νοικοκυριό (βλέπε χάζεμα σε βιτρίνες με οικιακά!), αλλά, πως να το κάνουμε, το αίμα νερό δε γίνεται. Και κάπου φοβάται μη βαφτεί η οικογένειά του από το δικό του αίμα. Απλά διλήμματα, μην το κουράζουμε. Και προβλέψιμα σχηματικά.

Με έναν τέτοιο ήρωα πάει να ταυτιστεί ο μέγας των Εβραίων του Χόλιγουντ «δημιουργός» κι εμάς μας ζώνει η καχυποψία για το προς θα που θα γείρει η Δικαιοσύνη όπως την ορίζει η κάμερα του Σπίλμπεργκ (δε θέλω να φαντάζομαι τι θα έκανε ένας Όλιβερ Στόουν στη θέση του). Κρίνοντας από τον διχασμό κα το... όπου φυσά ο άνεμος του Άβνερ, καταλήγουμε σε μια ισοφάριση. Το ηθικό δίδαγμα λέει πως η βία αντανακλά σε βία. Και οι δύο πλευρές φέρουν την καταδικαστική ευθύνη από τη στιγμή που επέλεξαν να σκοτώνουν πιθανούς καθοδηγητές, τρομοκράτες της αντίπαλης πλευράς ή και αθώους πολίτες που βρίσκονταν ανάμεσά τους. Δεν είναι τόσο ανόητος ο Σπίλμπεργκ. Μετρημένα τα λέει και στις δύο όψεις της βίας, αδιέξοδο στην ειρήνη βλέπει και... κάπου θυμάται πως όλο τούτο πρέπει να γίνει και ταινία. Αλλά με σκάρτο προμηθευτή, που να σκάσει στην ώρα του ο εκρηκτικός μηχανισμός; 164 λεπτά πρέπει να υποστείτε για να καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι και των δύο τα κεφάλια θα σπάνε μέχρι τελικής πτώσης. Ειλικρινά, δεν περνάνε εύκολα. Ίσως γιατί ο Σπίλμπεργκ δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τούτο το είδος.

Βγάζοντας απ’ έξω το πολιτικό στοιχείο, το «Μόναχο» έχει τις προδιαγραφές αφήγησης ενός θρίλερ κατασκοπίας ή μιας «ρεπορταζιακής» αστυνομικής περιπέτειας που έχει κάνει τάμα στη δεκαετία του ’70. Προφανώς κάθισε και μελέτησε αρκετούς δασκάλους ο Σπίλμπεργκ. Από Φρανκενχάιμερ (κυρίως) μέχρι Λουμέτ. Και στο κομμάτι της Γαλλικής υπαίθρου με το τραπέζωμα το πάει και μέχρι Μαλ, στο άσχετο. Όχι μόνος του. Έχει τον Γιάνους Κάμίνσκι στη φωτογραφία να του κάνει παπάδες, έχει ένα καστ εξαίρετων ηθοποιών που πάνε τους ρόλους τους με τον αυτόματο πιλότο (εκείνος ανέκαθεν φημίζονταν για την καθοδήγηση υποκριτικής) και νομίζει πως με λίγο σασπένς του στιλ «Πότε θα σκάσει ο ρημαδοεκρηκτικός μηχανισμός;» λύθηκε και το πρόβλημα που λέγεται ταινία και το ιστορικό χρέος. Δυστυχώς, η επιτήδευση και ο πλατειασμός σε κάθε τομέα ανάπτυξης και δουλειάς που έχει γίνει οδηγούν σε κάτι ολέθρια αργόσυρτο που δεν εξυπηρετεί και σε κάποιο νόημα. Ναι, η βία είναι κακό πράγμα. Ναι, η βία έχει γονατίσει και τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους. So what? Παραδίπλα, δε, γίνονται εγκλήματα σε μορφή καλλιτεχνικής διεύθυνσης και source music που μετατρέπουν το θέαμα σε χαριτωμένη παρωδία! Και το ρόλοι δεν τσουλάει...

Ίσως η πιο τρανταχτή αποτυχία (και στα ταμεία) του Σπίλμπεργκ από την εποχή του παντελώς ξεχασμένου «Άμισταντ», το «Μόναχο» δεν τα καταφέρνει ούτε ως φόρος τιμής σε ένα είδος vintage περιπέτειας (πόσο μάλλον μετά την ανανέωση του είδους από τον Πολ Γκρίνγκρας με το σίκουελ του πράκτορα Μπορν), ούτε ως κατάθεση πολιτικής στάσης που σηκώνει τα χέρια ψηλά ή, μετά βίας, νίπτει τας χείρας όλων - μέχρι τη στιγμή της ολοκληρωτικής εξόντωσης και των δύο μετώπων. Τα δικά του τα χέρια δεν τα λερώνει ο Σπίλμπεργκ. Απορώ μονάχα γιατί μάχεται ακόμη. Και τη γη που ονειρευόταν την έχει κατακτήσει και τα λάφυρά της. Χρειάζεται να γίνω πιο σαφής;

Munich [2005] / για την Athens Voice

1 Comments:

Blogger Unknown said...

Itan polla ta oscar theio.....

3:41 PM  

Post a Comment

<< Home