Van Helsing [1/5]

Φτάνουμε στο σήμερα και παρατηρούμε τις διαφορές στον τρόπο λειτουργίας των χολιγουντιανών στούντιο. Όχι ότι στο ’30 οι ταινίες παράγονταν για την ψυχή της μάνας του όποιου χρηματοδότη... Αλλά, διάβολε, δεν ήταν όλα ταμειακή μηχανή! Η περίπτωση του «Van Helsing» χαρακτηρίζει με αποθεωτικό τρόπο το πως μια ταινία παράγεται ως μέγα event και καταναλωτικό προϊόν μαζί. Εγκαινιάζει τη σφαγή στο καλοκαιρινό αμερικανικό box-office με αχόρταγες προθέσεις, πουλάει ταυτόχρονα (με κοινή έξοδο σε ολόκληρο τον πλανήτη) από video games ή όλη την παρελθούσα φιλμογραφία τεράτων μέχρι μελλοντικές επενδύσεις σε τηλεοπτική σειρά και κινηματογραφικό sequel, και κοιτάζει ν’ αρπάξει ότι προλάβει μέσα σε δυο με τρεις εβδομάδες το πολύ, αφού ο μόνος λόγος για τον οποίο θα το θυμόμαστε μετά θα είναι οι εισπράξεις του. Είναι κρίμα να τα σκέφτεσαι όλα αυτά τη στιγμή που μιλάς για ένα είδος με σεβαστή παράδοση που άφησε πίσω του κλασικά αριστουργήματα όπως η «Νύφη του Φρανκενστάιν». Τι να κάνεις, όμως; Πρέπει να αποφύγεις τις συγκρίσεις. Εδώ είναι Χόλιγουντ. Και σήμερα, η ποιότητα μετράει με average δολαρίων ανά αίθουσα...
Ο Στίβεν Σόμερς ξεκίνησε δειλά την καταπάτηση του εδάφους με το remake της «Μούμιας» (1999), συνέχισε με το προβλέψιμο sequel δύο χρόνια μετά και πλέον πίνει το αίμα μιας cult κουλτούρας δεκαετιών φέρνοντας μαζί, σε μια ταινία, τα υπόλοιπα τέρατα που μας συστήθηκαν μέσω Universal στο παρελθόν. Το σενάριο είναι μάλλον ανύπαρκτο και περιορίζεται στα σατανικά σχέδια του Κόμη Δράκουλα που μέσω των εφευρέσεων του Δρ. Φρανκενστάιν επιδιώκει να φέρει στη ζωή νέες στρατιές μεταλλαγμένων βαμπίρ. Μέσα στον όλο αχταρμά, ο θρύλος του Λυκάνθρωπου και το κατατρεγμένο Τέρας του Φρανκενστάιν κρατούν διακοσμητικό ρόλο, δίπλα στον αιώνιο εχθρό που ακούει στο όνομα Βαν Χέλσινγκ.
Οι φιλοδοξίες μου ήταν μεγάλες, όμως, η ταινία δεν αποδεικνύεται τίποτα περισσότερο από μια συρραφή σκηνών δράσης με πρωταγωνιστή τα ψηφιακά εφέ. Είναι λίγο αστείο να ξεκινάς με ασπρόμαυρη σεκάνς φόρο τιμής κι ύστερα να αισθάνεσαι ότι άνοιξε το τριώδιο, βλέποντας το καστ να χοροπηδά στον αέρα σαν τον Ταρζάν, επαναλαμβάνοντας μονότονα τις ίδιες φιγούρες! Δυστυχώς, οι απογοητεύσεις έρχονται η μία μετά την άλλη, η πλοκή δεν καλύπτει κανένα πρόσχημα, τα αναχρονιστικά στοιχεία στήνουν τρικλοποδιές και το camp φλερτάρει επικίνδυνα με την παρωδία στις εμφανίσεις του Δράκουλα και των θηλυκών του. Η μεγαλύτερη ήττα του «Van Helsing» είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται: παίρνοντας κλασικά τέρατα, αναγνωρίσιμα κυρίως από ένα πιο ενήλικο κοινό, ο Σόμερς έφτιαξε ένα φιλμ παιδική χαρά που μπορεί να προσφέρει οπτικό σαματά και ηχητική βαβούρα μονάχα σε ηλικίες που δεν ξεπερνούν τα twentysomething. Κι αυτό το λες κρίμα...
Van Helsing [2004] / για την Athens Voice
0 Comments:
Post a Comment
<< Home