Friday, July 21, 2006

Tideland [4/5]

Παράξενο καπέλο αυτός ο Τέρι Γκίλιαμ. Γεννημένος στην Αμερική αλλά «πολιτογραφημένος» Βρετανός, εξαιτίας της πολύχρονης συνεργασίας του με την ομάδα των Monty Python, προχώρησε σε προσωπικές οδύσσειες δημιουργίας και φανταστικής έμπνευσης με projects που τις περισσότερες φορές θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτοκαταστροφικά ή... larger than life. Αυτό το χάος που χαρακτηρίζει τη φιλμογραφία του επόμενο ήταν να αποκτήσει ένα φανατικό κοινό θαυμαστών που αρέσκονται στο «διαφορετικό», χωρίς απαραίτητα να αφορά και στην πλειοψηφία του κινηματογραφικού κοινού. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με έναν τρελό ονειροπόλο που σε όλη του την καριέρα κυνηγούσε... ανεμόμυλους (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του φιάσκου της μεταφοράς του «Δον Κιχώτη» στη μεγάλη οθόνη), ακολουθούμενος από τους πιστούς του... Πάντσο Βίλα.

Αυτή η εισαγωγή γίνεται για να μην παρασυρθούν οι «αθώοι» από τη βαθμολογία που δίνω στο «Tideland», το οποίο θα παρομοίαζα ως μικρή ξαδελφούλα του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας», φορτωμένο με αναφορές στην παραμυθένια «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» υπό την επήρεια ουσιών, φυσικά. Κεντρική ηρωίδα εδώ είναι η δεκάχρονη Τζελάιζα Ρόουζ, ένα ανήλικο υποχρεωτικό «μπαγκάζι» οικογένειας junkies που βιώνει ένα ολότελα δικό της σύμπαν, χωρίς να αντιλαμβάνεται το πόσο τρομακτική είναι η πραγματικότητα γύρω της. Μετά το θάνατο της μάνας από ηρωίνη, ο πατέρας παίρνει τη μικρή και μετακομίζουν σε εγκαταλελειμμένη φάρμα της οικογένειάς του, στα σύνορα ενός επαρχιακού no man’s land, με το θάνατο να παραμονεύει στο κάθε επόμενο «τριπάκι» του ενήλικου αλλά παντελώς ανεύθυνου προστάτη της. Μοναδική συντροφιά για το γλυκύτατο αυτό παιδί είναι τα απομεινάρια από τέσσερις κούκλες, που για εκείνη αποτελούν έμψυχη παρέα, τα κεφάλια των οποίων συνήθως προσαρμόζει στα δάχτυλα των χεριών της (σαν προέκταση μιας σχεδόν επικίνδυνα διχασμένης προσωπικότητας). Όταν ο πατέρας εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο, κάπου στη διαδρομή ενός «ληγμένου» ταξιδιού του, η Τζελάιζα Ρόουζ θα συνεχίσει ατάραχη την απλή καθημερινότητά της, εξερευνώντας το έρημο τοπίο κι ερχόμενη σε επαφή με τους μοναδικούς γείτονες - δείγμα πολιτισμού, οι οποίοι, φυσικά, είναι πολύ πιο εκκεντρικοί από αυτό που ζούσε στο δικό της σπιτικό.

Ο ρυθμός του «Tideland» σαφώς διαφέρει από την υστερική ταχύτητα του «Φόβος και Παράνοια», μοιάζει με απονεύρωση εκείνου του σύμπαντος, συγγενεύει υπό την έννοια μιας υπέρβασης πάνω στον εθισμό και το «κάψιμο» του εγκεφάλου και, ρεαλιστικά, είναι ένα φιλμ που δεν κολακεύει ούτε έχει σαν σκοπό τη διασκέδαση. Αλλά κερδίζει σε κάμποσα στοιχήματα έχοντας το άλλοθι του παραμυθιού (όσο νοσηρό κι αν φαίνεται στην πράξη). Η πλοκή είναι πάντοτε ιδωμένη μέσα από το βλέμμα του μικρού κοριτσιού, το οποίο ποτέ δεν διαισθάνεται κίνδυνο, απειλή ή απέχθεια για ότι συμβαίνει γύρω της. Ακόμη και το πτώμα του πατέρα, καθώς βρίσκεται σε σήψη ή και ταριχεύεται ακόμη, στέκει πάτα δίπλα της σα μια ζωντανή οντότητα που ξεθωριάζει στο χρώμα του δέρματος και μυρίζει όπως όταν εκείνος άφηνε... αέρια προς κάθε κατεύθυνση! Τίποτε δεν είναι νεκρό ή αλλόκοτο μέσα από τα μάτια της Τζελάιζα Ρόουζ. Η Κόλαση γι’ αυτήν είναι η παράλληλη πραγματικότητα μιας σχεδόν μικροαστικής καθημερινότητας που γεννά διαρκώς ερωτηματικά για τις προκλήσεις της κάθε επόμενης μέρας. Εκείνη δεν είναι ποτέ παρούσα σ’ αυτήν. Τη φρίκη την αντιλαμβανόμαστε μονάχα εμείς, με μια συνείδηση που έχει χάσει το νόημα του ονειρικού, έχει χάσει την πορεία προς την όποια δίοδο φυγής και βλέπει μόνο τον τρόμο. Η Τζελάιζα Ρόουζ ποτέ δεν θα τρομάξει, ποτέ δεν θα δει την τραγωδία, ποτέ δεν θα εγκαταλείψει αυτό το μαγικό συστατικό μέσα από το οποίο μορφοποιείται ένα οπτικά πανέμορφο, widescreen point of view.

Δεν είναι εύκολο να «μπείτε» σε αυτή την κατάσταση. Αν, όμως, τα καταφέρετε, να είστε έτοιμοι να βυθιστείτε σε εικόνες ποιητικού σουρεαλισμού, κατεστραμμένα συναισθήματα, υλικό παιδικών αναμνήσεων που οι ενήλικες ευθύνες σβήνουν από τη μνήμη, μια φαντασία ελεύθερη και τόσο παράδοξα καθαρή (παρά τη βεβαιότητα της απόλυτης μαστούρας) κι ένα προσωπάκι, αυτό της Τζοντέλ Φέρλαντ, γεμάτο από άγνοια και φυσικότητα απέναντι στο άγνωστο που θα σας χαμογελά ύπουλα στο μυαλό για αρκετό καιρό μετά τη θέαση του φιλμ. Ως ετυμηγορία, θα έλεγα πως η τρέλα του Τέρι Γκίλιαμ ζει και βασιλεύει, επιστρέφοντας σε κάτι πανέμορφα παιδικό, όσο και εφιαλτικό. Οι λάτρεις θα πάρουν τη σωστή «δόση». Οι άγνωστοι και «παρθένοι» επισκέπτες θα φύγουν... στουφιασμένοι. Όπως «την ακούει» ο καθένας σ’ αυτή τη ζωή...

Tideland [2005] / για την Athens Voice

1 Comments:

Blogger foteinoula said...

gamata ta eipes!!!

10:39 PM  

Post a Comment

<< Home