Thursday, July 20, 2006

Τρέξε Γρήγορα [3/5]

Μερικοί σκηνοθέτες κάνουν χαβαλέ και στιλ, άλλοι προσπαθούν ν’ αφηγηθούν μια ιστορία και τέρμα. Ο Γουέιν Κρέιμερ προσπαθεί να κάνει και τα δύο. Και ότι άλλο βρει μπροστά του μαζί! Με μια αναποφασιστικότητα, όμως, που σου λέει πως το γρονθοκόπημα που σου έβγαλε το μάτι προοριζόταν για το σαγόνι σου αλλά αστόχησε. Όχι πως δε σου τη χαλάει τη μούρη, δηλαδή...

Η εναρκτήρια σεκάνς θα σε χώσει στο κάθισμα και θα σε τινάζει για λίγα λεπτά πάνω κάτω. 18 ώρες πριν δούμε τον κεντρικό ήρωα να οδηγεί αλαφιασμένος μέσα στα αίματα, ένα τρισάθλιο δωματιάκι γίνεται κουμπότρυπες από το πιστολίδι κατά τη διάρκεια μαφιόζικου deal. Η πλειοψηφία των θυμάτων προκύπτει να φέρει σήμα μπάτσου, με τη διαφορά πως ο στόχος τους ήταν να ξαφρίσουν ότι μετρητό υπήρχε ανάμεσα στο πάρε δώσε δύο συμμοριών. Ο Τζόι Γκαζέλ είναι το δεξί χέρι κι εκείνος που εξαφανίζει τα όπλα που μπορούν να ενοχοποιήσουν τ’ αφεντικά του ύστερα από το κάθε μακελειό. Για άγνωστο λόγο, ο Τζόι δεν ξεφορτώνεται ποτέ αυτά τα «σιδερικά», αλλά τα κρύβει στο υπόγειο του σπιτιού του, εκεί που συνήθως παίζει ο υιός μετά του πιτσιρικά γείτονά του. Ο δεύτερος θα κλέψει όπλο που έστειλε στον άλλο κόσμο τους μπάτσους που λέγαμε και θα αποπειραθεί να καθαρίσει το μισητό πατριό του γιατί κακοποιεί τη μάνα του. Όταν μάθεις πως ο τελευταίος είναι ανιψιός Ρώσου μεγαλομαφιόζου θ’ αρχίσεις να κρατάς το σαγόνι σου, περιμένοντας να δεις τι άλλο μπορεί να συμβεί για ένα όπλο κι ένα κακιασμένο, αγέλαστο μούλικο μέσα σε μιά και μόνο νύχτα.

Ύστερα από την εκρηκτική έναρξη, ένα πραγματικό υπόδειγμα χορογραφίας σε σύλληψη, κινήσεις κάμερας και μοντάζ, προσγειώνεσαι σταδιακά στον κόσμο ενός σεναρίου που θέλει να μοιάσει με ωρολογιακή βόμβα, τρέχοντας ασταμάτητα, δίχως να υπολογίζει ποτέ απώλειες από τραβηγμένες ανατροπές ή μια μανία εκστατική που κινεί την πλοκή με μακάβριο χιούμορ. Κι όσο ο Κρέιμερ αποστασιοποιείται από το φιγουρατζίδικο στιλάκι γιατί έλκεται περισσότερο από την ιστορία του, τόσο εσύ αισθάνεσαι ένα μπούκωμα από τις απιθανότητες και την ελαφρότητα της πένας που αγκομαχάει για ν’ αγγίξει χαρακτήρες με περιστασιακά «διαλείμματα» μονολόγων τα οποία αφορούν σε αναμνήσεις (βλέπε την ιστορία του ρολογιού του Κρίστοφερ Γουόκεν στο «Pulp Fiction» ως πρότυπο) και σημάδια στην ψυχή που δεν έσβησε ο χρόνος.

Ναι, γίνεται της κακομοίρας σ’ αυτό το σενάριο. Μαφιόζοι κάθε εθνικότητας, διεφθαρμένοι μπάτσοι, νταβατζήδες, ανώμαλοι παιδεραστές κι ότι άλλο κρύβουν οι fuckin’ U.S. of A. σα μικρόκοσμος εξουσίας που φανερώνει το βρώμικο πρόσωπό του μεσ’ απ’ το σκοτάδι μονάχα, παρελαύνουν με τρόπο καλοσχεδιασμένο κι όχι για να κάνουν μια αρπαχτή σε ταινία δράσης που πελαγώνει από τα στερεότυπα. Το έχει το χάρισμα ο Κρέιμερ ν’ αφηγηθεί τις πιο ακραίες ιστορίες, όσα ελαττώματα κι αν μπορείς να βρεις στο εσωτερικό τους. Γιατί ξέρει πολύ καλά πως επιτυγχάνοντας έναν ρυθμό που δε σου αφήνει χρόνο για σκέψη σ’ έχει κερδίσει όσο είσαι μέσα στην αίθουσα. Μεγάλο του ταλέντο, δε, η δημιουργία ενός κλίματος σασπένς πάνω στις πιο ήρεμες φαινομενικά στιγμές (το μέρος εντός της οικίας ζευγαριού παιδεραστών θα μπορούσε ν’ ανήκει σε ταινία τρόμου), όπου πραγματικά ταράζεσαι από την αναμονή του τι θα συμβεί, χωρίς να μπορείς να υποψιαστείς από που θα σου’ ρθει.

Στα 122 λεπτά, όσο και να γκρινιάξεις, το σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται να βαρεθείς. Κι αυτό είναι ένα επιπλέον κατόρθωμα για ένα φιλμ που προσπαθεί να επιτύχει σε κάθε τομέα με άριστα, παίρνοντας ρίσκα που μοιάζουν με δρόμο γεμάτο λακκούβες... χαράδρες! Κάπου «βρίσκει» η απόπειρα, κάπου θα «κλωτσήσεις», αλλά το ride αξίζει και την ταλαιπωρία και τα λεφτά του. Έξτρα εύσημα στην κυρία Γκαζέλ (Βέρα Φαρμίγκα) που κλέβει την παράσταση από τους δεύτερους ρόλους, στην παγωμένα μοχθηρή εκφραστικότητα του πιτσιρικά Κάμερον Μπράιτ («Γέννηση»), στο... ψηφιακό αιματοκύλισμα και στην αναφορά στον Τζον Γουέιν και το «The Cowboys» (1972) που σεναριακά ολοκληρώνεται έξοχα. Την επόμενη φορά ας μας τρέξετε λίγο πιο χαλαρά, κύριε Κρέιμερ. Δε βλάπτει...

Running Scared [2006] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home