Friday, December 01, 2006

Ο Πληροφοριοδότης [3/5]

Εκτός από τρωκτικό, ένα rat μπορεί να μεταφράζεται και ως «καρφί», άνθρωπος που προδίδει ή δίνει πληροφορίες για τους συνεργάτες του. Θ’ ακούσετε πολλές φορές αυτή τη λέξη στη νέα ταινία (remake ενός cult αστυνομικού θρίλερ του 2002 από το Χονγκ Κονγκ, το «Infernal Affairs») του Μάρτιν Σκορσέζε. Και στο τελευταίο καρέ του φιλμ θα παρατηρήσετε κάτι αφόρητα προφανές: ένα ποντίκι. Αλληγορικό κλείσιμο του ματιού προς τον θεατή; Αστειάκι; Και στις δύο περιπτώσεις, δεν το βρήκα πνευματώδες. Απλά, θα το αποκαλούσα πολύ… αμερικάνικο.

Ο σκελετός του πρωτότυπου φιλμ παραμένει απαράλλαχτος και η σεναριακή διασκευή του Γουίλιαμ Μόναχαν προσπαθεί να φλερτάρει με τον λεκτικό πλούτο ενός Ντέιβιντ Μάμετ (αν θέλετε να βρείτε μια πιθανή αντιστοιχία στο είδος). Πιθανή πολυτέλεια, απαντά ο γράφων ως δικηγόρος του διαβόλου. Ίσως επειδή δε βγάζει ζουμί το μεδούλι της ιστορίας και τα στερεότυπα της πλοκής μονάχα με ένα γνήσιο εμπορικό κατασκεύασμα μπορούν να ταυτιστούν. Σε μια ιρλανδέζικη γειτονιά της Βοστόνης ο νεαρός Μπίλι Κόστιγκαν εισχωρεί στη συμμορία του Φρανκ Κοστέλο με σκοπό να την εξαρθρώσει. Ο δεύτερος προστατεύεται από τον Κόλιν Σάλιβαν, ανερχόμενο αστυνομικό πράκτορα που λειτουργεί ως «καρφί» στο Σώμα, αλλά δε γνωρίζει τίποτα για την ταυτότητα του Μπίλι. Καθώς η ψυχολογική πίεση που υφίστανται οι δύο ήρωες εντείνεται, κορυφώνεται και το σασπένς της αποκάλυψης του διπλού τους ρόλου και του ποιος θα πιαστεί πρώτος σε τούτη την… ποντικοπαγίδα.

Πιο χαλαρωμένος όσον αφορά στα αφηγηματικά του τερτίπια και την επιδειξιομανία υπεροχής του, ο Σκορσέζε παρουσιάζει ένα φιλμ που χωνεύεται εύκολα και από τους λάτρεις του και από το κοινό των multiplex. Μαγκιά του να φέρνει ένα έργο «παραγγελιά» στα μέτρα του, πλέον εξυπηρετικό να έχει στη διάθεσή του ένα τέτοιο βαρύ πυροβολικό πρωταγωνιστών στο καστ και δε χωρά αμφισβήτηση ότι το αποτέλεσμα δελεάζει την απόλαυση. Από κάτω, όμως, χορεύουν τα ποντίκια όταν λείπει η γάτα! Κάπου αισθάνεσαι πως ο δημιουργός αυτής της ταινίας είναι έξω απ’ τα νερά του, πως ο αυτόματος πιλότος είναι που μπήκε σε λειτουργία και όχι αυτή η ηδονή ενός φακού που αντιμετωπίζει το έγκλημα σα λατρεία αντρίκιας έκφρασης. Κάθε σκηνή έχει τη θέση της, διατηρεί τη χάρη της και οι σεκάνς του Σκορσέζε τέμνονται με σιγουριά που ελάχιστοι σκηνοθέτες θα μπορούσαν να επιδείξουν σήμερα. Αλλά λείπει εκείνη η τρέλα, η σκοτεινιά, ο σαρκασμός, αυτή η άλλη άποψη της ηθικής που σε κάνει να παίρνεις το μέρος των κακών αναγνωρίζοντας την ανθρώπινη υπόστασή τους, τις αδυναμίες τους, κάνοντάς σε να τα ζηλεύεις όλα αυτά στο φινάλε. Είπαμε, το θέαμα εδώ πρέπει να χωνευτεί δίχως… στομαχικές διαταραχές. Με λίγα λόγια, τα «Καλά Παιδιά» που ήξερες να τα ξεχάσεις. Μόνο κατάλοιπο του τότε, η χρήση των τραγουδιών στο soundtrack, που εδώ υπερβάλλει άστοχα λες και κάποιος είχε γεμίσει με κέρματα ένα juke-box και το δόλιο μηχάνημα δε βάζει ποτέ φρένο.

Ερμηνευτικά, όπως θα φαντάζεστε, η παράσταση κλέβεται από τον Τζακ Νίκολσον, που ξεστομίζει σοφίες του γήρατος με ιδανικό ναρκισσισμό αλλά και μοιρολατρία που προφητεύει ένα φινάλε ελεγειακό. ΝτιΚάπριο και Ντέιμον πλαισιώνουν ικανοποιητικά, αν και ακόμη διωκόμενοι από το babyface look τους, ενώ από τους δεύτερους ρόλους ο Ρέι Γουίνστον είναι ο ικανότερος στο να στήσει χαρακτήρα και να τον απογειώσει χωρίς να νοιάζεται για το χρόνο παρουσίας του μπροστά από το φακό. Φανταστείτε πως ακόμη και καμιά ατάκα του στιλ «I smell a rat!», εκείνου θα του τη δικαιολογούσα. Του Σκορσέζε, πάλι, όχι.

The Departed [2006] / για την Athens Voice

0 Comments:

Post a Comment

<< Home